Η ΓΙΑΓΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΕΓΓΟΝΙ

                                Η γιαγιά και το εγγόνι


Ένας μικρούλης μαθητής απ’ αυτούς της πρώτης δημοτικού, ξεκινά να πάει στο σχολείο. Η γιαγιά του είπε ότι μετά θα γύριζε σπίτι και θα μύριζε γράμματα. Αυτός την ρώτησε:            
 -Πως είναι η μυρωδιά των γραμμάτων γιαγιά;
 Α του είπε, η βασανισμένη στη δουλειά των χωραφιών γριά αγρότισσα:
– Είναι η μυρωδιά που έχουν όλοι οι μορφωμένοι άνθρωποι. Αυτοί δεν κουβαλούν τον μόχθο και τον ιδρώτα της αγροτιάς. Αυτοί έχουν ιδέες που γυρίζουν στο μυαλό, διαβάζουν βιβλία που στις σελίδες τους που και αυτά κρύβουν την μυρωδιά του τυπωμένου χαρτιού, βρίσκουν και εκεί ιδέες του κόσμου. Κρίμα να μην μπορώ να διαβάσω και εγώ η ίδια, όμως εσύ μικρό μου μαθητούδι θα τα καταφέρεις. Θα δεις, θα βρεις ένα σωρό ιστορίες και παραμύθια του κόσμου στα βιβλία και μια γριά σαν και μένα θα κάθεται μαζί σου να της διαβάζεις εσύ τώρα στα στερνά και να μαθαίνει κι αυτή.
Όμως εμένα μ’ αρέσουν κι οι δικές σου ιστορίες γιαγιά , κρύβουν μια ολόκληρη ζωή, τη ζωή σου. Μιλάνε για τη γη, τα δέντρα, τα λογής-λογής φυτά του αγρού.
Όμως λέει η γιαγιά εσύ θέλω να μου μάθεις και για άλλους ανθρώπους που έζησαν όχι μαζί με μένα αλλά παλιά. Τους προγόνους. Αυτοί άφησαν γραπτά που δεν πρόλαβα να ακούσω κι όμως είναι γραμμένα όλα. Θέλω μαζί να μάθουμε την ιστορία μας από το Βυζάντιο και πιο πριν. Τους αρχαίους ποιητές και σοφούς. Μια γριά σαν και μένα, μόνο όταν πιάνει κουβέντα με έναν μορφωμένο είναι σαν να ανοίγει τον ορίζοντά της, να θέλει να ζήσει για να φύγει χορτασμένη όχι από το ψωμί που της έδωσε τίμια η γη, αλλά απ’ τη γνώση.
Και θα μυρίζω αλλιώτικα και εγώ μόλις πάω σχολείο γιαγιά;
Ναι γιατί θα μάθεις ότι εκτός από αυτόν τον τόπο, η ζωή συνεχίζεται και σε άλλους τόπους, αυτό λέει η γεωγραφία. Θα μου πεις και μένα, θα κάνουμε ταξίδια εμείς οι δυο, θα δεις, με το χάρτη και τις εικόνες των βιβλίων. Βιάσου να φέρεις τα βιβλία, να μάθεις να τα σέβεσαι, να τα διαβάζεις, να τα μυρίζεις πριν τ’ ανοίξεις και να γεύεσαι τη γνώση που κρύβουν. Κι όταν μάθεις να διαβάζεις , σα θα μαθαίνεις κάτι καινούργιο, σα θα μπαίνει στο μυαλό σου μια ιδέα θα ‘ρχεσαι να μου την λες. Εντάξει μικρό μου. Η γιαγιά θα φροντίζει για τα άλλα.
Ποια άλλα;
Τα σύνεργα ντε. Έτσι θα πας σχολείο, δίχως τα σύνεργά σου.
 Φρόντισε λοιπόν και αγόρασε μια δερμάτινη κόκκινη σάκα. Μύριζε φρεσκοδουλεμένο δέρμα, γερή και μεγάλη για να χωράει βιβλία και να τα προστατεύει όπως έλεγε. Όχι βροχή ή ο ήλιος ή το βάρος τους, τίποτα δε θα τη χαλούσε. Μετά πήρε μολύβια, στυλό, γόμες, ξύστρες, τετράδια, χρωματιστές  μπογιές γιατί οι ιδέες κατά τη γιαγιά ζωγραφίζονται κιόλας. Και έτσι το μικρό εγγόνι ήταν έτοιμο την πρώτη μέρα στο σχολείο σαν καλός στρατιώτης με τα «όπλα» του. Τι καμάρι ένιωθε η γιαγιά βαστώντας το εγγόνι χέρι-χέρι . Τον πήγε μέχρι την πόρτα και σαν ακούστηκε το κουδούνι τον άφησε. Κάθισε και τον κοιτούσε μέχρι που χάθηκε ανάμεσα στα άλλα σχολιαρόπαιδα και ένα δάκρυ χαράς και συγκίνησης έτρεξε στο μάγουλό της. Όταν ακούστηκε το κουδούνι του σχολασμού, το σπίτι της ήταν κοντά στο σχολείο, κίνησε για να τον προϋπαντήσει. Από μακριά ξεχώρισε και την κόκκινη σάκα που για καλό και για κακό έδιωχνε με το χρώμα της το κακό μάτι. Τον αγκάλιασε και πήρε την τσάντα του για να δει αν ήταν βαριά έτσι με τα βιβλία.
Για δες, εδώ μυρίζουν γράμματα είπε και φέγγισε το πρόσωπό της. Σιγά-σιγά ,πρώτη μέρα σήμερα είπε στο εγγόνι. Έλα να πάμε σπίτι να μου πεις.
Α έκανε αυτό, γνώρισα παιδιά και κυρίως τη δασκάλα μου. Αυτή μ’ έκατσε στο θρανίο και άρχισε να μας μιλά ωραία και γλυκά. Θα μας μάθει να γράφουμε και να διαβάζουμε. Έγραψε το όνομα μου στα μπλε τετράδια. Τώρα είναι δικά μου με το όνομά μου.
 Για να δω έκανε η γιαγιά θαυμάζοντας τα καλλιγραφικά γράμματα.
Μέσα σ’ αυτά είναι γραμμένο απ’ την ίδια τα γράμματα που μυρίζουνε. Είναι τα γράμματα της άλφα- βήτα. Πρώτα κεφαλαία δηλαδή μεγάλα και μετά μικρά. Είναι εικοσιτέσσερα. Αυτά γιαγιά σήμερα.
 Εντάξει παιδί μου, τώρα πια εσύ θα μαθαίνεις και εγώ θα ακούω.
           Τα γράμματα μάγεψαν τη γιαγιά καθώς άνοιξε το μπλε τετράδιο. Το Α και το Ω της φάνηκαν γνώριμα καθώς ήταν χαραγμένα στην σιδερένια πόρτα του αυλόγυρου της εκκλησίας. Η αρχή και το τέλος σκεφτόταν. Το Χ της θύμιζε απαγόρευση και διαγραφή. Το Ψ το δικράνι της όταν νέα ακόμα αλώνιζε τα σπαρτά. Το Γ της θύμιζε ένα στάχυ ίσιο που το έχει γύρει ο αέρας καθώς το φυσά. Το Δ το τρίγωνο της φωλιάς των περιστεριών στον περιστερώνα. Το Π ένα σκαμνί που είχε όταν έκανε τα κεντήματα της. Το Τ την απλώστρα για τα ρούχα. Κάθε γράμμα της ξυπνούσε έναν συνειρμό και την έκανε να ξεχνιέται σε σκέψεις. Φαντάσου έκανε να βάλεις τα γράμματα όλα μαζί, τι ωραίες σκέψεις μπορείς να κάνεις. Αυτό που ήθελε όμως πάνω απ’ όλα ήταν το εγγόνι της, το μαθητούδι, να μάθει να διαβάζει και μέσα από τα μάτια του και το στόμα του αυτή να μάθει τη γνώση. Δεν σκεφτόταν για τον εαυτό της, όσο κι αν το ήθελε να μάθει η ίδια κοντά του να διαβάζει. Ήταν ένα άπιαστο όνειρο. Όσο κι αν την έτρωγε το γνωμικό, αυτή θα πέθαινε ξύλο απελέκητο. Σκεφτόταν πολλά για το εγγόνι της, μέχρι και να μάθει και εγγλέζικα, τον ήθελε να ταξιδεύσει και μακρύτερα απ’ τον τόπο του, να πάει αλλού και να συνεννοείται με τους ξένους, που όλο και κάτι χρήσιμο θα είχαν να του πουν και ελλόγου τους. Τον ήθελε ανάμεσα στις παρέες να ξεχωρίζει, να λέει ιστορίες και οι άλλοι να μαθαίνουν απ’ αυτόν. Ήξερε αυτή, άλλωστε μεγάλωσε με ιστορίες μόνο, σε καιρούς δύσκολους που η ενημέρωση δεν είχε μπει στο σπίτι του καθενός. Υπήρχε τότε πιο πολύ συντροφικότητα και με τα λιγοστά οι άνθρωποι περνούσαν δίχως ανέσεις, αλλά άνοιγαν τα σπίτια τους στον κόσμο. Ξεχωριστή θέση είχαν από τότε όσοι είχαν κάτι να διηγηθούν. Από μικρή, η γιαγιά τώρα, έστηνε αυτί στις συζητήσεις των μεγάλων. Έτσι πέρασαν πόλεμοι, εμφύλιες διχόνοιες ,οικονομικές δυσκολίες για τη χώρα, καλές και κακές σοδιές για το χωριό της. Η γιαγιά είχε μεγαλώσει χωρίς καν ηλεκτρικό στο σπίτι. Τηλεόραση παρακολούθησε όταν ήταν πλέον αρκετά μεγάλη. Ποτέ της δεν εμπιστεύτηκε τους ανθρώπους της τηλεόρασης για να της πουν τα νέα ή τις ιστορίες τους. Ήθελε ζωντανούς ανθρώπους γύρω της γι αυτό. Να νιώθει την ανάσα τους, την ένταση τους, να αφουγκράζεται την ψυχή τους. Τηλεόραση απέκτησε, αλλά ποτέ δεν της έγινε συνήθεια να την παρακολουθεί. Την είχε συνήθως κλειστή και μόλις χτυπούσε την πόρτα της κάποιο γνωστό της πρόσωπο ,του ζητούσε να της πει τα νέα του κόσμου, όπως αυτός ήθελε, να μιλήσει ελεύθερα, αυτό την ευχαριστούσε.
Είχε ακούσει ότι αυτό το συνήθειο το είχαν από τα πολύ παλιά χρόνια. Δίπλα στο αλώνι της είχαν βρεθεί αρχαίες πέτρες, ένα ολόκληρο αρχαίο θέατρο το μοναδικό στο νησί, όπως είπαν μορφωμένοι άνθρωποι που ήρθαν απ’ την πόλη μόνο και μόνο για να δουν κι αυτοί τα αρχαία. Εκεί έλεγαν οι παλιές ιστορίες που άκουσε, μαζεύονταν άνθρωποι σαν κι αυτήν και έλεγαν ιστορίες. Για όλα αυτά ήθελε να μάθει η γιαγιά. Πως ήταν εκείνα τα χρόνια, πως περνούσαν οι άνθρωποι που φιλοξενήθηκαν από τον ίδιο τόπο. Ευλογημένος τόπος, καρπερός. Σε τι θεούς πίστευαν τότε; Πως πέρασαν τα χρόνια, πως θάφτηκαν τα σπίτια τους κάτω απ’ το χώμα; Πρέπει να τιμούμε τους προγόνους σκεφτόταν. Ένα σωρό αρχαία αγάλματα βρήκαν τριγύρω οι μορφωμένοι. Πόσο ωραία λαξεμένα! Τα πήραν στην πόλη στο μουσείο. Όμως εδώ ήταν που τα βρήκαν. Έχει αξία αυτός ο τόπος κι ας φεύγουν οι νέοι σήμερα, πιο πολύ γιατί δεν ξέρουν , συλλογιόταν. Το μικρό της εγγόνι ήθελε να μάθει όσα κι αυτή δεν έμαθε με τον καιρό και να αγαπήσει τον τόπο του. Εγώ θα φύγω κάποια στιγμή, όμως εμείς οι παλιοί είμαστε κάπως υπεύθυνοι για τα νέα βλαστάρια. Πρέπει να τους δώσουμε δύναμη να κρίνουν τα ίδια το καλό και το κακό. Να τους δώσουμε τη γνώση απ’ όσα ξέρουμε και όσα δεν μπορέσαμε να μάθουμε εμείς.
Δεν ήταν ματαιόδοξη η γιαγιά, δεν ήθελε να κάνει το εγγόνι της μεγάλο και τρανό άνθρωπο. Ήθελε να γίνει απλά σωστός, με αξίες για να ζήσει τίμια και ελεύθερα. Απέφευγε να του λέει ιστορίες με βασιλόπουλα, αυτά τα παραμύθια τα θεωρούσε ανώφελα, πίστευε στην ισότητα των ανθρώπων, αλλά πίστευε και ότι όπως καλλιεργείται ένα χωράφι και γίνεται γόνιμο και εύφορο έτσι καλλιεργείται και ο άνθρωπος και ότι σπείρεις θα θερίσεις ή όπως στρώσεις θα κοιμηθείς. Λίγο την ενδιέφερε αν θα γίνει αγρότης ή θα κέρδιζε με το πνεύμα το ψωμί του. Αυτό που ήθελε ήταν να είναι ελεύθερο πνεύμα και ανυπότακτο. Να είναι σε θέση να υποστηρίζει τις ιδέες που πιστεύει και να μην περιμένει από τον καθένα να του πει τι είναι καλό και τι κακό. Να λύνει προβλήματα όποτε παρουσιάζονται και να διαλέξει σωστούς ανθρώπους για να διαβεί κι αυτός το μονοπάτι της ζωής. Πες μου το φίλο σου να σου πω ποιος είσαι κι ας μη σε ξέρω εσένα, λένε μερικοί. Πόσο χαίρεται που πάει σχολείο και έχει ένα σωρό παιδιά για να διαλέξει παρέες. Δεν το ήθελε να είναι μονάχο. Έπρεπε να μάθει να είναι και κοινωνικό ον.

Το εγγόνι σιγά-σιγά στο σχολείο έκανε φίλους και φίλες. Μαζί παίζανε μετά το σχόλασμα, μαζί πηγαίνανε το βραδάκι στο λιμάνι για να αποχαιρετήσουνε το βαπόρι που έφευγε. Άδικο για τη γιαγιά, τα περισσότερα παιδιά ονειρεύονταν κόσμους μακρινούς. Η τηλεόραση τα είχε βάλει από μικρά σ’ αυτούς τους κόσμους, μπαίνανε στα όνειρά τους και από μικρά μεγάλωναν φτερούγες λες για να πετάξουν μακριά. Τα χρόνια περνούσαν, το εγγόνι έμαθε να διαβάζει και να γράφει και μαζί με τη γιαγιά πήγαιναν στο βιβλιοπωλείο της πόλης που όλο και καινούργια βιβλία αγόραζαν, όπου μετά το παιδί διάβαζε δυνατά και η γιαγιά υπάκουη και υπομονετική άκουγε μέχρι το τέλος. Έμαθαν για τους Μινωίτες ,τους αρχαίους προγόνους που είχαν λένε βασίλισσες. Το πέτρινο θέατρο ζωντάνεψε ξανά παραστάσεις. Είδαν στο μουσείο την λεγόμενη «Παριζιάνα» ,γυναίκα της εποχής εκείνης, που κάποιοι αρχαιολόγοι της έδωσαν τον σύγχρονο χαρακτηρισμό για την ομορφιά της. Διάβασαν μαζί την ιστορία του Μινώταυρου και της Αριάδνης ,η οποία γλίτωσε απ’ το μαρτύριο και το θάνατο- θυσία τις επόμενες γενεές. Η γιαγιά μεγάλωνε κι αυτή δίχως να παραπονιέται ,ένιωθε όμως τα χρόνια να τη βαραίνουν. Ζούσε όμως με την ελπίδα των νιάτων που εξελισσόταν δίπλα της. Χρόνο με το χρόνο το εγγόνι μεγάλωνε κι αυτό, ήταν η συνέχεια.

ΑΡΧΟΝΤΑΚΗΣ Γ. ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ ΥΠΕΡΗΧΟΓΡΑΦΗΜΑ-ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΡΕΙΣΜΑ 2013.         

Comments

No comments yet. Why don’t you start the discussion?

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *