ΣΚΛΗΡΗ ΖΩΗ

                                                      







                                                               Σκληρή ζωή

                                                                  Διήγημα
  Όταν δύο πιτσιρίκοι των πρώτων τάξεων του δημοτικού μιλάνε για γυναίκες είναι πραγματικά αστείο. Είναι που θέλουν να νιώθουν μικροί άνδρες; Ή είναι άνδρες από τόσο μικροί;
-Πότε θα πας για ψωμί; λέει ο ένας.
-Γιατί; Απαντά με ερώτηση ο άλλος.
-Μα γιατί εκεί κοντά στο φούρνο συχνάζουν κάτι μικρές, που να στα λέω ,κούκλες.
Ο άλλος ανυποψίαστος λέει: Ο μπαμπάς μου παίρνει το ψωμί.
-Πότε;
-Όταν γυρίζει από τη δουλειά απαντά αθώα.
Ο τύπος που είχε βάλει στο μάτι τις μικρές στο φούρνο ήταν και καβγατζής. Έδινε και έτρωγε ξύλο γυρνώντας από το σχολείο. Είχε τις αντιπάθειές του. Ή ήθελε να υπερισχύσει σαν αρσενικό. Αναρωτιέμαι αν ήταν και καλός μαθητής. Να ένας τρόπος να έχει την εύνοια των κοριτσιών. Όμως αυτός είχε διαφορές με άλλα αγόρια. Αυτές δεν λύνονταν με τη γλώσσα. Ίσα-ίσα η γλώσσα πολλές φορές πυροδοτούσε την επακόλουθη κλοτσοπατινάδα. Πάντως δεν έχανε την ευκαιρία να πηγαίνει στον φούρνο και να φέρνει αυτός το ζεστό ψωμί στο σπίτι, σαν άλλος μπαμπάς. Αγαπούσε την μαμά του παθολογικά, αν και πολλές φορές έβρισκε την συμπεριφορά της υπερβολική για έναν «άνδρα» σαν κι αυτόν, όταν γυρνούσε μουτρωμένος και πολλές φορές ματωμένος από έναν καυγά μετά το σχολείο. Η μητέρα του ήταν ιδιαίτερα προστατευτική μαζί του. Όμως αυτός ονειρευότανε ότι θα την προστάτευε. Πολλές φορές καλοκαίρι γυρνούσε με τη φανέλα μουσκεμένη στον ιδρώτα και αυτή τον παρακινούσε να την αλλάξει αμέσως μην και πιάσει κανένα κρύωμα. Όμως αυτός δεν ανησυχούσε. Ήταν στο έβδομο ουρανό μετά την νίκη της ομάδας του και αυτός είχε παίξει καλύτερα από καθένα άλλο.
Αυτός είναι ο μικρός Τζώρτζης ,που είναι γεννημένος να γίνει άνδρας οξύθυμος, αργότερα μανιώδης καπνιστής, παθιασμένος με την ομάδα του κάθε Κυριακή, που θα παίρνει το ψωμί από το φούρνο για να το φέρνει ζεστό στο σπίτι , μόνο και μόνο για να φλερτάρει με τα όμορφα κορίτσια της γειτονιάς του.    
Η μητέρα του ήταν μια εργαζόμενη νοικοκυρά. Προορισμένη για σύζυγος από τα μικράτα της, είχε μαθητεύσει στην οικοκυρική σχολή του χωριού της, μαθαίνοντας μαγειρική. Βέβαια δεν είναι δυνατόν να χρειάζεται η οικοκυρική σχολή για να μάθει μια νέα να μαγειρεύει για να ικανοποιεί τις ορέξεις του συζύγου της, όμως είναι αν θέλει να μάθει να ψήνει το κοτόπουλο με 20 διαφορετικούς τρόπους ώστε ποτέ να μην τον κάνει να το βαρεθεί. Η υφαντική είχε μαθευτεί από την μητέρα της και ήταν απαραίτητη γιατί εκείνη την εποχή τα νεαρά κορίτσια ύφαιναν την προίκα τους. Η προίκα ήταν κι αυτή συνήθειο της εποχής καθώς ο άνδρας αναλάμβανε εφόρου ζωής όλα τα άλλα καθήκοντα για να ζήσει την οικογένειά του. Όλα αυτά φαίνονται παλιομοδίτικα σήμερα όμως έτσι λειτουργούσε η κοινωνία την εποχή εκείνη. Ακούραστη στα καθήκοντα της η κυρά- Μελένια η μαμά του Τζώρτζη. Όταν ήταν μικρός σηκωνόταν από τα άγρια ξημερώματα για να τα προλάβει όλα. Στην αρχή του γάμου της ήταν δύσκολα τα πράγματα. Δεν είχε τις ευκολίες. Συνταίριαξε με έναν εργένη, δημόσιο υπάλληλο, που το μόνο που κατείχε ήταν η δουλειά του και μια παλιά γκαζιέρα. Μ’ αυτήν την παλιά γκαζιέρα πάλευε η κυρά – Μελένια να ζεστάνει νερό για την μπουγάδα της και αργότερα να μαγειρέψει. Στην αρχή της έλειπε η οικογένειά της, το γεμάτο κόσμο σπίτι της στο χωριό ,καθώς είχε άλλη μια αδελφή την Μαρίνα και δύο αδέλφια το Γιώργο και το Γιάννη. Με τον άνδρα της δεν γνωρίζονταν καλά-καλά ,καθώς είχαν παντρευτεί γρήγορα μετά από προξενιό. Ο κυρ-Ιάκωβος στην αρχή ήταν σφιχτός. Δεν την άφηνε να ανοίγει την πόρτα του σπιτιού όσο αυτός έλειπε στη δουλειά ,αλλά ούτε να κάνει παρέες με τις άλλες γειτόνισσες. Μοναδική διασκέδαση της κυρά-Μελένιας ήταν ο καθημερινός σχεδόν περίπατος καιρού επιτρέποντος μετά του κυρίου Ιακώβου μέχρι το δημοτικό κήπο κάθε απόγευμα. Μα κι αυτό ήταν σύντομο σε διάρκεια καθώς η κυρά-Μελένια σχεδόν αμέσως έμεινε έγκυος στον Τζώρτζη. Καθόταν λοιπόν στο σπίτι και μόνο όταν προχώρησε αρκετά η εγκυμοσύνη μετά από παραίνεση του ιατρού άρχισαν ξανά οι βόλτες για θεραπευτικούς λόγους. Καμιά φορά ο κυρ-Ιάκωβος ενθουσιασμένος από το επικείμενο γεγονός και θέλοντας να μην κουράζει πολύ την κυρά-Μελένια ναύλωνε μια άμαξα και όλος καμάρι την έφερνε στο σπίτι. Ένιωθε δίπλα του ότι είχε ό,τι πολυτιμότερο και αισθανόταν και ο ίδιος βασιλιάς, οπότε επιτρεπόταν και το έξοδο της άμαξας. Οι μέρες πλησίαζαν για τα γεννητούρια , η Μαρίνα η αδελφή της κυρά-Μελένιας που ήταν ακόμα ανύπανδρη θεωρήθηκε απαραίτητη για βοήθεια και έτσι η εγκυμονούσα δεν ήταν μόνη στο σπίτι. Τέλη της Άνοιξης θα ήταν όταν την έπιασαν οι πόνοι και μεταφέρθηκε σε ένα ιδιωτικό μαιευτήριο όπου και γεννήθηκε ο Τζώρτζης μετά από πολύ κόπο και όχι μ’ ένα πόνο όπως όλοι της εύχονταν.
Ο Τζώρτζης ήταν ένα μωρό ανήσυχο, αδύνατο και κλαψιάρικο. Μόνο στο βυζί της μάνας έμοιαζε να βρίσκει κάποια ανακούφιση. Η κυρά-Μελένια είχε το γιο της σαν τα μάτια της. Τον έντυνε στα άσπρα, ναυτικά και τον πήγαινε βόλτα όπως δείχνουν οι απαθανατισμένες πόζες στους πλανόδιους φωτογράφους. Ο κυρ-Ιάκωβος είχε μπει σε δεύτερη μοίρα καθώς η μεγάλη αγάπη της κυρά –Μελένιας ήταν πλέον ο Τζώρτζης. Δεν παραπονιόταν όμως μια και ο Τζώρτζης είχε πάρει από το καλούπι του. Στο καλούπι μόνο, γιατί στο χαρακτήρα όλο και έμοιαζε στην κυρά-Μελένια μια και αυτή τον μεγάλωνε ,μεταδίνοντάς του όλες τις χάρες αλλά και τις παραξενιές της. Ο κυρ-Ιάκωβος είπαμε ήταν κλειστός άνθρωπος και είχε αφήσει την ανατροφή και διαπαιδαγώγηση στην κυρά-Μελένια.  Αυτός πρόσεχε τον εαυτό του όσο μπορούσε, πάντοτε ήταν κομψά ντυμένος, τσιγάρο και καφέ καθώς και παιχνίδια της τράπουλας τα απολάμβανε μόνος του στο καφενείο. Εκεί συναντούσε γνωστούς και περνούσε τον ελεύθερο χρόνο του. Στα αναγνώσματά του ήταν η Παγκόσμια Ιστορία και η καθημερινή του εφημερίδα που τη διάβαζε στο κρεβάτι μέχρι να τον πάρει ο ύπνος. Το κάπνισμα και τον τζόγο της τράπουλας τα είχε κρύψει ο κυρ-Ιάκωβος επιμελώς από την μέλλουσα σύζυγό του. Και είναι αλήθεια ο Τζώρτζης δεν είδε ποτέ τον πατέρα του να ανάβει τσιγάρο μέσα στο σπίτι. Αργότερα κατάλαβε γιατί ήταν απαραίτητο στον πατέρα του να επισκέπτεται καθημερινά το καφενείο.
Την πρώτη μέρα στο σχολείο, νηπιαγωγείο ήταν, ο Τζώρτζης την θυμάται ακόμα και σήμερα. Δεν ήθελε με κανέναν τρόπο η μητέρα του να τον αφήσει μόνο του σε ξένο γι αυτόν περιβάλλον. Τι κι αν του έταζε πως το μεσημεράκι θα τον περίμενε να πάνε μαζί στο σπίτι. Αυτός το πήρε βαρέως αλλά σαν κάτι που δεν γίνεται αλλιώς το δέχτηκε θέλοντας και μη. Η Σουζάνα η νηπιαγωγός ήταν νέα και καλή σαν τη μητέρα του , αλλά εκείνη την πρώτη μέρα δεν θα ήθελε να πάρει καμιά τη θέση της μητέρας παιδαγωγού από την κυρά-Μελένια. Όμως καθώς την πρώτη μέρα διαδέχτηκε η δεύτερη και τη δεύτερη η τρίτη κ.ο.κ ,ο Τζώρτζης γνώρισε και μερικά άλλα συνομήλικα παιδιά και ανοίχτηκε λίγο πιο πολύ από το στενό οικογενειακό περιβάλλον. Δίπλα του καθότανε ένα κοριτσάκι η Λένα που συνέχεια του έπιανε κουβέντα. Όμως στο παιχνίδι στο διάλειμμα έτρεχε έξω στην αυλή να παίξει με τα άλλα αγόρια. Το νηπιαγωγείο τελείωσε για τον Τζώρτζη με άριστα με δύο τόνους παρακαλώ όπως έλεγε το ενδεικτικό και αυτός ήταν έτοιμος για το δημοτικό το διπλανό κτίριο, όπου ήταν πιο μεγάλο σχολείο.
Εκείνη την περίοδο ένα άλλο γεγονός θα σημάδευε την οικογένεια. Ήρθε μετάθεση στον κυρ-Ιάκωβο σε ένα νησί του Αιγαίου και μάλιστα της άγονης γραμμής. Το γεγονός αυτό τάραξε την ηρεμία της οικογένειας. Όμως τα γεγονότα της πολιτικής ζωής της χώρας εκείνες τις μέρες ήταν ρευστά, καθώς ήταν η περίοδος της στρατιωτικής χούντας. Ο κυρ-Ιάκωβος φοβούμενος τα χειρότερα , ακόμα και τη δουλειά του θα μπορούσε να χάσει, δεν μπορούσε να φέρει αντιρρήσεις. Εξάλλου δεν ήταν ο μόνος που έπαιρνε δυσμενή μετάθεση αλλά και δύο φίλοι του. Ένας δάσκαλος και ένας τηλεφωνητής της δημόσιας εταιρίας τηλεπικοινωνιών και μάλιστα στο ίδιο ξερονήσι όπως αυτός. Κάθισε λοιπόν τα κουβέντιασε με την κυρά-Μελένια και αποφάσισαν να μετοικίσουν στο νησί. Του Τζώρτζη που καταλάβαινε την ανησυχία τους θα του το έλεγαν στην πορεία. Για να φτάσουν στο νησί πήραν το πλοίο της άγονης γραμμής. Όλα και όλα τα υπάρχοντά τους σε δύο βαλίτσες. Η κυρά-Μελένια εκτός από το ρουχισμό πήρε μαζί της μόνο τα στέφανα που τα είχαν βάλει σε μια κορνίζα μαζί με διάφορους αγίους που τους είχαν ασημώσει και θεωρούσε ό,τι πολυτιμότερο γι αυτήν. Τα στεφάνια τους θα τους ακολουθούσαν για γούρι όπου και να πήγαιναν. Οι λιγοστοί κάτοικοι του νησιού τους υποδέχτηκαν εγκάρδια και θέλησαν να τους βοηθήσουν. Τους βρήκαν ένα σπιτάκι με κεραμωτή σκεπή και μια ακαλλιέργητη αυλή που κάπως θύμιζε την αυλή στο παλιό σπιτικό. Οι άλλοι δύο φίλοι του κυρ-Ιάκωβου, ο Στέφανος ο δάσκαλος και ο Σωτήρης ο τηλεφωνητής, ήταν εργένηδες και δεν δυσκολεύτηκαν τόσο πολύ. Το νησί μικρό και η Χώρα στο λιμάνι έδινε ένα σημάδι αποκλεισμού καθώς το καράβι που τους ένωνε με την υπόλοιπη Ελλάδα δεν ερχόταν πολύ συχνά. Ο Τζώρτζης βρήκε περισσότερη ελευθερία σ’ αυτό το νησάκι. Σεργιάνιζε στο λιμάνι, πήγαινε με τον πατέρα του στο καφενείο και γνώριζε σιγά-σιγά όλη την κοινωνία του νησιού. Στο νησί το ψάρι ήταν άφθονο και ήταν καθημερινά στο τραπέζι τους. Το σχολείο ξεκίνησε για τον Τζώρτζη με την πρώτη δημοτικού. Τα ντόπια παιδιά στην αρχή τον έβλεπαν εξεταστικά, μέχρι να τον βάλουν στην παρέα  και τα παιχνίδια τους. Στα παιχνίδια και τις μεγάλες εξερευνήσεις. Οι εξερευνήσεις τους ήταν γεμάτες περιπέτεια. Η μεγαλύτερη, από την άποψη ότι έφερνε τον ενθουσιασμό , εξερεύνηση ήταν όταν επισκέπτονταν το άσυλο.  Έτσι έλεγαν το νοσοκομείο των φρενοβλαβών που φιλοξενούνταν στο νησί. Όταν τα παιδιά αποφάσιζαν να πάνε κατά κει ,ένιωθαν ταυτόχρονα φόβο και χαρά. Είχαν κάνει γνωριμίες με τους τροφίμους που γυρόφερναν εδώ και κει πιο άκακοι και από μικρά παιδιά. Τους έλειπαν δόντια ,ήταν λιπόσαρκοι και φορούσαν ελάχιστα ρούχα χειμώνα καλοκαίρι. Το πολιτικό καθεστώς τους είχε αποκόψει από την κοινωνία. Θεωρούνταν ανίκανοι να κοινωνικοποιηθούν. Ο Τζώρτζης στη πρώτη βόλτα κατά κει δε φοβόταν. Ήταν περίεργος μ’ όλα αυτά που του έλεγαν τα παιδιά για μια κοινωνία ανθρώπων παράξενων, τρελών οι οποίοι ζούσαν στο δικό τους κόσμο. Τα παιδιά μοιράζονταν καραμέλες και σοκολάτες με τους τροφίμους του ασύλου που έτρεχαν στα κάγκελα μόλις τα έβλεπαν. Τους άρεσαν τα γλυκά και τα τσιγάρα. Τα τσιγάρα τους τα μοίραζε το νοσοκομείο τότε 22 μπλε ,αλλά τα γλυκά τα έπαιρναν απ’ τα παιδιά όταν έρχονταν που δίνοντάς  τους τα, ξεπερνούσαν τους φόβους τους.
Ο Τζώρτζης άρχισε να γλυκοκοιτάζει τα κοριτσόπουλα του νησιού. Η αλήθεια είναι ότι του τραβούσαν την προσοχή οι λίγο μεγαλύτερες του. Τις παρακολουθούσε παντού, μα εκεί που τις συναντούσε λες και είχαν μυστικό ραντεβού κάθε μέρα ήταν ο φούρνος του κυρ- Θανάση. Εκεί πήγαινε κάθε μέρα για να φέρει φρέσκο, ζεστό ψωμί. Ο κυρ-Θανάσης που τον συμπαθούσε το κερνούσε πότε-πότε και από ένα φρέσκο κουλούρι με σουσάμι, που το έτρωγε στο δρόμο με ευχαρίστηση λες και ήταν γλύκισμα. Ταπεινό βέβαια αλλά γλύκισμα. Το σπίτι τους ήταν στην κάτω γειτονιά της χώρας κοντά στο λιμάνι. Τα παιδιά της κάτω γειτονιάς είχαν ανοίξει παρτίδες με αυτά της πάνω γειτονιάς ,όχι και τις καλύτερες, αν και πήγαιναν στο ίδιο σχολείο. Ο Τζώρτζης δεν μπορούσε να χαλάσει τον προαιώνιο θα έλεγε κανείς πόλεμο και φυσικά πήρε το μέρος της γειτονιάς όπου έμενε. Μετά το σχολείο όλο και καμιά ψιλή καρπαζιά έπεφτε. Αλλά το πιο επικίνδυνο ήταν όταν άρχιζε ο πετροπόλεμος. Αλίμονο σε όποιον έμπαινε στα διασταυρούμενα «πυρά». Κινδύνευε να του ανοίξουν το κεφάλι. Αλήθεια πόσο θυμό είχαν να εκτονώσουν αυτά τα παιδιά; Από τους πιο επιεικούς ανταγωνισμούς τους ήταν την Μεγάλη Εβδομάδα ποια γειτονιά θα έφτιαχνε τον καλύτερο Ιούδα για να τον κάψουν το Μεγάλο Σαββάτο. Το σχολείο κλειστό και η μόνη τους έννοια ήταν το φτιάξιμο του Ιούδα καθώς και η παρασκευή κροτίδων. Είναι αλήθεια ότι ο Τζώρτζης αυτή την περίοδο της ζωής του είχε γίνει σωστό αγρίμι κοντά στα άλλα παιδιά. Ήταν η μοναδική έννοια της κυρά-Μελένιας, μήπως πάθει κάτι πάνω στον ενθουσιασμό των νιάτων που δε γνωρίζουν φόβο. Η μεγάλη του αγάπη και εκεί που διέπρεπε πραγματικά ήταν το ποδόσφαιρο. Ποιος από εκείνα τα νιάτα δεν θυμάται ακόμα και σήμερα τους προκαθορισμένους αγώνες της πάνω και της κάτω γειτονιάς στο ποδόσφαιρο που γίνονταν στο προαύλιο της εκκλησίας. Το προαύλιο της εκκλησίας ήταν αρκετά μεγάλο για να φιλοξενεί τους αγώνες τους. Οι αγώνες κανονίζοντας επίσημα Κυριακή απόγευμα, να έχει τελειώσει η λειτουργία. Σε τι ύψη ευτυχίας έφτανε ο Τζώρτζης όταν κέρδιζε η ομάδα του, αυτό είναι ανεκδιήγητο. Στις καλοκαιρινές διακοπές μ’ αυτό ασχολούνταν όλα τα αγόρια. Το ποδόσφαιρο και τα μπάνια στην παραλία.
Έτσι πέρασαν δύο χρόνια για τον Τζώρτζη και την οικογένειά του μέχρι που γύρισαν στα πάτρια εδάφη, στην πόλη τους στο σπίτι τους. Αυτή η επάνοδος του Τζώρτζη και της οικογένειάς του στη γενέτειρα πόλη του συνοδεύτηκε και χαράχτηκε στο μυαλό του με μια άλλη λέξη. Μεταπολίτευση. Η μεταπολίτευση που ακουγόταν συχνά πυκνά από το στόμα του πατέρα, εγγυούταν πλέον τη δημοκρατία όπως έλεγε, αλλά αυτό δεν το καταλάβαινε ο Τζώρτζης ακόμη.  
Ο κυρ-Ιάκωβος είχε πάθος με τις μηχανές. Τα μοτοσακό και τα βεσπάκια ήταν της μόδας. Όμως υπήρχε κάποιο πρόβλημα ,δεν ήξερε ισορροπία. Έτσι όσο κι αν του έπαιρνε το μυαλό ότι θα μπορούσε κάποια μέρα να οδηγήσει το δικό του βεσπάκι, αυτό έμεινε ανεκπλήρωτο όνειρο λόγω ανωτέρας φύσεως προβλημάτων. Έτσι μόνο τα καβαλούσε , έβγαζε φωτογραφίες και έμοιαζε στατικά όπως τραβιόταν η φωτογραφία, ότι τα οδηγούσε. Στον Τζώρτζη δε χαλούσε χατίρι και του πήρε ένα ποδήλατο με βοηθητικά ροδάκια μπας και αυτός μικρός ήταν, μάθει ισορροπία και ίσως μια μέρα καβαλήσει κανένα μοτοσακό. Ο Τζώρτζης δεν ξεκολλούσε από το καινούργιο δώρο και ο μπαμπάς του ανέβηκε σε εκτίμηση στα μάτια του. Όλη μέρα το γυάλιζε και έβαζε λάδι στην αλυσίδα. Στην αρχή με τα βοηθητικά ροδάκια έκοβε βόλτες στον κεντρικό δρόμο , τα αμάξια δεν ήταν πολλά. Μέχρι που τα κατάφερε να πάρει τον αέρα του ποδηλάτου και να μάθει ισορροπία. Μαζί με τα άλλα παιδιά που είχαν ποδήλατα έκαναν βόλτες, που όλο και μακρύτερα τα οδηγούσαν. Σε κοντινά δασάκια με τρεχούμενα νερά όπου ξαπόσταιναν και μετά όλο ευχαρίστηση τα καβαλούσαν και γυρνούσαν πίσω. Οι μανάδες ανησυχούσαν που τα έχαναν για ώρες. Όμως η μια καθησύχαζε την άλλη: Με τα ποδήλατα θα είναι , όλο και σε καμιά βόλτα. Όσο γρήγορος ήταν στα πόδια ο Τζώρτζης, πρώτος στο τρέξιμο και στο ποδόσφαιρο ,άλλο τόσο γρήγορος ήταν με το ποδήλατο, όλο ορθοπεταλιές ήταν.
Στα μαθήματα ήταν μέτριος. Δεν είχε την εύνοια των καλών μαθητριών. Όμως και οι κακές έως μέτριες μαθήτριες έχουν ψυχή. Και ήταν πιο ομορφούλες απ’ τις καλές μαθήτριες. Ο Τώρτζης κόντευε να τελειώσει το δημοτικό. Στη τελευταία τάξη έρχεται ένας νόμος απ’ το Υπουργείο Παιδείας που καταργούσε τις εξετάσεις όπου θα έδιναν στην τελευταία τάξη του δημοτικού για να πάνε στο γυμνάσιο. Χαρές τα παιδιά. Τους έφυγε ο βραχνάς των εισαγωγικών εξετάσεων.
Ο Τζώρτζης εξελισσόταν σ’ ένα ψηλό σχετικά, αδύνατο αγόρι. Η Λένα που είχε να τη δει από το νηπιαγωγείο ,την συνάντησε τώρα στην πρώτη γυμνασίου. Αυτή του μίλησε πρώτη όπως τότε στο νηπιαγωγείο. Δεν ξέρω πως, αλλά ξαφνικά γίνηκαν αχώριστοι. Η καρδιά του ενός χτυπούσε για τον άλλον. Μαζί πήγαιναν στο σχολείο ,μαζί γυρνούσαν. Όταν κάτι δεν πήγαινε καλά με τον Τζώρτζη, πρώτη το μάθαινε η Λένα. Σ’ αυτήν ανοιγόταν έλεγε τον πόνο του. Πήγαινε και στο πατρικό του η Λένα. Μαζί κουτσοδιάβαζαν. Η κυρά-Μελένια που δεν απόχτησε άλλο παιδί, την έβλεπε σαν την κόρη της. Όμως ανησυχούσε για τις κακές γλώσσες του κόσμου που είχαν τα δυο παιδιά ζευγαράκι. Τι ζευγαράκι, ζεύγος κανονικό. Οι γονείς της Λένας που της είχαν μεγάλη αδυναμία, δεν έφερναν καμιά αντίρρηση στην παρέα που διάλεξε το παιδί τους. Ποιος ξέρει έλεγαν ίσως και να τους βγει σε καλό.
Η Λένα ήταν ένα κορίτσι λεπτό, μετρίου αναστήματος με καστανά ίσια μαλλιά. Το πιο ωραίο χαρακτηριστικό πάνω της ήταν το βλέμμα της με δυο μελιά κεχριμπαρένια μεγάλα μάτια που σε κοιτούσαν πάντα χαρούμενα και σε ηρεμούσαν. Σε μαγνήτιζαν με τη χαρά που εξέπεμπαν ,που ήθελες να τα κοιτάς συνέχεια. Όταν έκλειναν έβλεπες και τις τεράστιες βλεφαρίδες που πριν δεν τις πρόσεχες καθώς υπερίσχυε το βλέμμα. Αυτό το βλέμμα είχε μαγνητίσει τον Τζώρτζη, όπως θα κέρδιζε και την προσοχή πολλών ανδρών μετέπειτα. Η Λένα φορούσε φορεματάκια που την έκαναν πιο γυναίκα από ότι ήταν στην ηλικία της. Είχε μια διαρκή ενεργητικότητα, μαχητικότητα θα την έλεγες. Συνεχώς έθετε στόχους που ήθελε να πετυχαίνει. Τα καλοκαίρια δεν έμενε άπραγη όπως πολλά έφηβα παιδιά της ηλικίας της αλλά δούλευε ως βοηθός φαρμακοποιού. Της άρεσε να ανακουφίζει τον πόνο και σιγά-σιγά πέρα από τα συνηθισμένα παυσίπονα μάθαινε και άλλα γιατρικά φάρμακα που απευθύνονταν σε ειδικές παθήσεις. Στα μελλοντικά της σχέδια ήταν να γίνει αδελφή νοσοκόμα. Μάλιστα ήθελε να γίνει νοσοκόμα αξιωματικός του πολεμικού ναυτικού. Γι αυτό ήταν καλύτερη μαθήτρια απ’ τον Τζώρτζη και ας διαβάζανε μαζί. Όταν τον Τζώρτζη τον ευχαριστούσε απλά να παίζει ποδόσφαιρο ερασιτεχνικά στην ομάδα της συνοικίας αυτή είχε ξεκάθαρους στόχους για την μετέπειτα πορεία της και προετοιμαζόταν ανάλογα. Όταν έφτασαν στο Λύκειο ήταν ακόμη μαζί. Ήταν πλέον ζευγάρι. Όχι πλέον το ζευγάρι του Γυμνασίου. Τώρα προσπαθούσε να γνωρίσει ο ένας το σώμα του άλλου που είχε πλέον διαμορφωθεί. Έπιανε ο ένας το σώμα του άλλου, όχι απλώς χάιδευε, αναγνωριστικά πάντα. Έδιναν και μερικά φιλιά στα δόντια. Οι ορμές ξεχείλιζαν και στους δύο. Στην εκδρομή που πήγαν με το σχολείο στην τελευταία τάξη έκαναν έρωτα. Ένιωθαν και οι δύο έτοιμοι γι αυτό. Για τον Τζώρτζη ήταν κάτι που διήρκησε  λίγο καθώς είχε τη φούρια. Για την Λένα πίστευε πως με τον καιρό και με προφυλάξεις πάντα, θα γινόταν όλο και καλύτερο.
Η Λένα έδωσε κατατακτήριες εξετάσεις στην σχολή των αξιωματικών αδελφών νοσοκόμων του πολεμικού ναυτικού και πέτυχε. Ήταν η ώρα που θα έφευγε από την πόλη για την Αθήνα, όπου θα μάθαινε πως από δω και πέρα θα φρόντιζε νέους φαντάρους που όπως και τον Τζώρτζη θα τους μαγνήτιζε με το βλέμμα αλλά και επιπλέον με την άσπρη στολή και την μέση δαχτυλίδι που την τόνιζε η στρατιωτική ζώνη με τα φίδια.
Μετά την αποφοίτηση της έγραψε ένα γράμμα, με γράμματα πλέον επικοινωνούσαν ,πότε θα ήταν η ορκωμοσία για να πάει να την παρακολουθήσει. Ο Τζώρτζης περίμενε πως και πως αυτή την ημέρα. Είχε αγοράσει ένα κόκκινο βεσπάκι , το καβάλησε και βουρ για την Αθήνα. Η ορκωμοσία είχε όλες τις προβλεπόμενες τιμές και στη συνέχεια μια πενθήμερη άδεια για την Λένα. Μετά θα την πήγαιναν στο 414 στρατιωτικό νοσοκομείο στην Πεντέλη. Ήταν και ο καιρός για τον Τζώρτζη να πάει φαντάρος. Πέρασαν τις πέντε μέρες της άδειας σε ένα φτηνό ξενοδοχείο στην Ομόνοια , όπου το πλήρωσε η Λένα καθώς είχε τα δικά της χρήματα πλέον. Όταν γύρισε στην πόλη του ο Τζώρτζης μετά από λίγες μέρες ήρθε να τον βρει ένα τραγικό γεγονός. Ο κυρ-Ιάκωβος που τόσο αγαπούσε τα μοτοσακό ,έπεσε θύμα ενός απ’ αυτά , που τον πάτησε καθώς προσπαθούσε να διασχίσει το δρόμο και τον χτύπησε τόσο άσχημα και εξεζητημένα που τον άφησε στον τόπο. Ο Τζώρτζης που μόλις είχε αποκτήσει με τη βοήθεια του συχωρεμένου το κόκκινο βεσπάκι , το κλείδωσε στην αυλή και δε θέλησε να το ξανακαβαλικέψει. Η κυρά- Μελένια θρήνησε σιωπηλά μετά την κηδεία και γαντζώθηκε πιο πολύ στον Τζώρτζη που τώρα πλέον ήταν η μοναδική φροντίδα της. Ο Τζώρτζης ήταν σοκαρισμένος, πήρε δύο χρόνια αναβολή από το στρατό θέλοντας να βοηθήσει και την μητέρα του. Πήγε εργάτης σε ένα συσκευαστήριο πορτοκαλιών λίγο έξω από την πόλη. Ο κυρ-Ιάκωβος άφησε μια μικρή σύνταξη χηρείας στη γυναίκα του και στο γιο του το καθήκον πλέον να τη φροντίζει. Η Λένα έμαθε για τα θλιβερά συμβάντα μετά από ένα σύντομο γράμμα του Τζώρτζη και δεν ήξερε πως θα μπορούσε η ίδια να μειώσει τη θλίψη του.
Του έγραψε λοιπόν το ακόλουθο γράμμα:
Αγαπημένε Τζώρτζη,
Δεν ξέρω με ποιον τρόπο θα μπορούσα να σηκώσω λίγο από το βάρος που έχεις τώρα μετά από το κακό που σε βρήκε. Πιστεύω ότι με τη δουλειά και το χρόνο που περνά να το ξεπεράσεις και να ξέρεις ότι εγώ σε σκέφτομαι πάντα. Η δουλειά μου εδώ στην Αθήνα κανονίζει το πρόγραμμά μου και θα ήθελα κάποια στιγμή, να έρθεις και συ να ζήσουμε μαζί. Έχεις βέβαια και την μητέρα σου, όμως πιστεύω αυτή θα καταλάβει ότι η ευτυχία σου είναι πάνω από όλα και δε θα σου σταθεί εμπόδιο. Εξάλλου θα μπορείς όποτε θες να πας και να τη βλέπεις. Θέλω να μείνουμε μαζί στο ίδιο σπιτικό και να ζήσουμε από κοντά χαρές και λύπες. Πιστεύω ότι οι χαρές μαζί σου θα είναι περισσότερες. Σε έχω ανάγκη.
Φιλιά Λένα.
Το γράμμα αυτό δεν αναστάτωσε τον Τζώρτζη. Ήξερε ότι η Λένα τον αγαπούσε. Κι αυτός θα ήθελε να είναι μαζί. Έτσι υπολόγισε θα μάζευε κάποια χρήματα και θα αναζητούσε ένα νέο ξεκίνημα στην πρωτεύουσα. Από δουλειά θα έψαχνε. Ήταν νέος και όρεξη είχε. Δεν ήξερε όμως πως θα το έπαιρνε η κυρά-Μελένια. Εκτός απ’ αυτόν , επαφές στενές είχε με τα αδέλφια της μόνο. Η Μαρίνα είχε πλέον παντρευτεί , είχε κάνει και δυο παιδιά, αλλά πάντα έβρισκε χρόνο να ασχοληθεί με την κυρά-Μελένια. Πόσο μάλλον τώρα που έμεινε αυτή χήρα. Κάθε Κυριακή απόγευμα απαραίτητα η Μαρίνα έκανε επίσκεψη στην αδελφή της. Μαζί σχολίαζαν την τρέχουσα κατάσταση, όποια τέλος πάντως αυτές αντιλαμβάνονταν, έλεγαν και τα νέα που είχαν από τα αγόρια αδέλφια τους. Η Μαρίνα παρότι είχε πάρει έναν άνδρα κατά πολύ μεγαλύτερό της, έμαθε να ζει μαζί του αρμονικά. Δεν ήθελε να σκέφτεται το ενδεχόμενο να μείνει μόνη της χάνοντάς τον. Όμως την μοίρα του καθενός δεν μπορεί να την προβλέψει κανείς, έλεγε και σκεφτόταν την άτυχη αδελφή της. Το Κυριακάτικο συναπάντημα ήταν καθιερωμένο πλέον και οι δυο γυναίκες, το ευχαριστιόταν κάθε μια με το δικό της τρόπο. Η Μαρίνα ήταν αυτή που μίλησε στην αδελφή της για τον Τζώρτζη . Ότι είχε πλέον γίνει άνδρας και θα έπρεπε να πάρει σιγά –σιγά το δρόμο του. Η Λένα ήταν καλό κορίτσι αν και κανείς δεν είχε μιλήσει για γάμους. Έτσι όταν ήρθε η ώρα του Τζώρτζη να μιλήσει στην μητέρα του για την Λένα και πως ήθελε να είναι μαζί, η κυρά-Μελένια το μόνο που έκανε και παρά την πίκρα της, θα έχανε για δεύτερη φορά τον άνδρα του σπιτιού, έδωσε την ευχή της στο μοναχοπαίδι της να κάνει αυτό που όριζε η καρδιά του.
Έτσι καλοκαίρι ήταν ο Τζώρτζης βρέθηκε στην Αθήνα και πήγε να συγκατοικήσει με την Λένα σε ένα μικρό δυάρι που όμως ήταν ότι έπρεπε για τους δυο. Στην αρχή δούλεψε στην οικοδομή ,ανειδίκευτος εργάτης. Κουραζόταν τόσο πολύ που δεν έμενε χρόνος να παραπονεθεί, έπεφτε ξερός κάθε βράδυ στο στρώμα και ξυπνούσε χαράματα, για να περνούν οι μέρες σιγά-σιγά. Η Κυριακή ήταν δικιά του αλλά και η μόνη μέρα που τύχαινε το ζευγάρι να είναι εξολοκλήρου μαζί . Το τρανζίστορ έπαιζε, αναμεταδίνοντας από τα γήπεδα τους αγώνες του πρωταθλήματος ποδοσφαίρου. Που και που έπαιρνε την Λένα ο Τζώρτζης και σε κανένα γήπεδο. Η Λένα είχε το νοσοκομείο που της απορροφούσε πολλές δυνάμεις. Φανταράκια που είχαν χάσει τη ψυχική τους ισορροπία στον στρατό , ήταν οι άρρωστοί τους. Στο διάστημα περίθαλψής τους είχαν βρει στο πρόσωπο της ευγενικής Λένας την αγαπημένη τους. Πόση στήριξη γι αυτούς ήταν ένας καλός λόγος. Η πλειονότητά τους ήταν αγνοί φαντάροι που θα ήθελαν ξανά να επιχειρήσουν να υπηρετήσουν. Υπήρχαν βέβαια και αυτοί που μέσα από μια διάγνωση για ψυχική διαταραχή ζητούσαν να γλιτώσουν από τον στρατό και τη θητεία. Όλες οι κοπέλες που μαζί με την Λένα υπηρετούσαν στο νοσοκομείο στην Πεντέλη, ήταν στην ηλικία των στρατεύσιμων και ήταν μια όαση για αυτούς, ένας μικρός παράδεισος μέσα στην κόλαση. Όσοι νοσηλεύονταν όλοι τους έπαιρναν μια προσωρινή απαλλαγή από το στράτευμα. Στο διάστημα της νοσηλείας τους, τα κορίτσια νοσοκόμες τους έκαναν να μην παραιτηθούν απ’ τη ζωή όσο δύσκολο κι αν ήταν το πρόβλημα που αντιμετώπιζαν. Η Λένα είχε μια καλή φίλη αποκτήσει. Αξιωματικός αδελφή νοσοκόμα κι αυτή, την Φωτεινή. Ήταν μια όμορφη κοπέλα ,με ανοιχτόχρωμα χαρακτηριστικά , ξανθά μαλλιά και δυο μάτια μαύρα τόσο έντονα λες και ήταν κάρβουνα. Μ’ αυτήν μοιραζόταν  τις δυσκολίες της δουλειάς. Η Φωτεινή ήταν πολύ ενεργητική κοπέλα και είχε μια βραχνή φωνή γεμάτη ζωντάνια. Οι δυο τους δεν συμπαθούσαν τους φαντάρους που υπηρετούσαν λόγω ειδικότητας την θητεία τους στο νοσοκομείο, αλλά έδιναν όλο τους το ενδιαφέρον στους «σπασμένους», ψυχικά κουρασμένους νέους φαντάρους ,που έρχονταν από κάθε μονάδα εκεί για θεραπεία. Ο διοικητής τους ο ταγματάρχης ψυχίατρος είχε σ’ αυτές απόλυτη εμπιστοσύνη μια και καταλάβαινε ότι τα δυο κορίτσια δεν χορηγούσαν μόνο τα φάρμακα στους ασθενείς αλλά τους έλεγαν και ένα υποστηρικτικό λόγο και τους άφηναν που και που να τις φλερτάρουν. Αχ η αγάπη , είναι αυτή που κρατά ζωντανή την σπίθα της ζωής, που διατηρεί ζωντανή την τελευταία ελπίδα ότι κάποια στιγμή όλα θα πάνε καλύτερα. Αεικίνητη η Φωτεινή πήγαινε πέρα δώθε στην πτέρυγα και στους θαλάμους με γρήγορο βηματισμό έχοντας μια ελάχιστη επαφή με όλους τους ασθενείς. Τους άκουγε να σιγοτραγουδούν για να πάρουν θάρρος τραγούδια για τους τόπους τους ,για νησιά που τα περιτριγυρίζει η θάλασσα, αλλά και για ψηλά βουνά με δάση και απάτητες κορφές. Στο νοσοκομείο όπως και στο στρατό όλοι οι ασθενείς φορούσαν τα ίδια ρούχα , κάτι πιτζάμες κρεμ προς το πορτοκαλί. Μόνο που ήταν τόσο αρχαίες που έρχονταν στους περισσότερους φαντάρους κοντές, καθώς από γενιά σε γενιά το ύψος ανέβαινε κατά μέσο όρο.
Έτσι περνούσε ο καιρός για το νεανικό ζευγάρι, ώσπου ήρθε στον Τζώρτζη το μαντάτο απ’ την μητέρα του ότι είχε έρθει χαρτί απ’ την στρατολογία για να καταταχτεί. Η ιδέα της στρατολόγησης ξεβόλεψε τον Τζώρτζη από την ρουτίνα της καθημερινότητας. Η Λένα έλεγε ότι θα έπρεπε να πάει μια και είναι καθ’ όλα ικανός, για να ξεμπερδεύει. Ο Τζώρτζης δεν το ήθελε και τόσο αλλά δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Δεκαοκτώ μήνες θα ντυνόταν στο χακί. Έτσι ήρθε η μέρα που παρουσιάστηκε στο Χαϊδάρι. Στην Αθήνα ,έχοντας από κοντά την Λένα πέρασε τη βασική εκπαίδευση. Ήρθε μετάθεση στην Μυτιλήνη. Εκεί τα βρήκε σκούρα από τους παλιούς φαντάρους που περίμεναν το νέο αίμα να αναλάβει υπηρεσίες. Ο Τζώρτζης δήλωσε οικοδόμος ,τεχνίτης στο στρατό αυτό είπε και στο διοικητή του στην Μυτιλήνη. Για να γλιτώσει από τα καψόνια ανέλαβε να ανακαινίσει το κτίριο του λόχου του και σιγά-σιγά μερεμέτιζε όλο το στρατόπεδο. Τσιγάρο και καφές η συντροφιά του και καμιά  μπύρα στις εξόδους στο λιμάνι. Καλλιτέχνης ήταν το παρατσούκλι που του κόλλησαν οι άλλοι φαντάροι καθώς τον έβλεπαν με την σπάτουλα και το πινέλο να βάφει και να συντηρεί. Έκανε υπομονή. Με την Λένα μιλούσαν απ’ το τηλέφωνο. Της γκρίνιαζε ότι για χάρη της υπηρετεί την πατρίδα. Δεν είχε καμιά όρεξη να δουλεύει ολημερίς στο στρατόπεδο. Ο διοικητής βέβαια τον συμπάθησε, όπως συμπαθούσε κάθε φαντάρο που του φαινόταν χρήσιμος. Ο καιρός κύλησε για τον Τζώρτζη βαρετά, αλλά κάθε μέρα που περνούσε δε θα ξαναρχόταν. Απολύθηκε λοιπόν το Γενάρη του ’90. Ήθελε πολύ να πάει να δει τη μάνα του. Την είχε αποθυμήσει και είχε ένα προαίσθημα ότι κάτι τον χρειαζόταν. Η κυρά-Μελένια ήταν γύρω στα 55, προς τα έξω φαινόταν νέα ακόμη, όμως είχε απομονωθεί. Όταν συναντήθηκε με τον Τζώρτζη εκείνο το χειμώνα ,τον κράτησε κοντά της. Δεν ήταν ότι του παραπονέθηκε για κάτι. Αλλά δεν του μιλούσε και πολύ τότε άλλωστε. Ώρες-ώρες ξεχνιόταν μπροστά στην τηλεόραση και έμοιαζε τόσο μόνη που ράγιζε η καρδιά του Τζώρτζη να τη βλέπει έτσι ανήμπορη. Μίλησε με την αδελφή της την Μαρίνα η οποία του είπε μόνο ότι η μητέρα του έχει μια θλίψη λίγο παραπάνω απ’ το κανονικό. Δεν είχε όρεξη να μαγειρέψει, να περιποιηθεί τον εαυτό της ,να κάνει μια παρέα, να δείξει λίγο ζωντανή.
Ο Τζώρτζης ένιωσε ένοχος που την άφησε τότε και πήγε στην Αθήνα. Έπρεπε να ήταν εδώ να την στηρίξει. Πέρα από την Λένα δεν τον συνέδεε τίποτα με την πρωτεύουσα. Αποφάσισε να συμβουλευτεί έναν γιατρό όπου πήγε την μητέρα του. Της καθόρισαν μια αγωγή και του συνέστησαν να είναι κοντά της κατά τη διάρκεια της θεραπείας. Ίσως όλα να πήγαιναν καλύτερα αν ανταποκρινόταν στην φαρμακευτική αγωγή. Η κυρά-Μελένια έλεγε και ξανάλεγε μπροστά στην αναμμένη τηλεόραση: φάρμακα ,φαρμάκια. Αλλά δε χαλούσε το χατίρι του μοναχογιού της και έπαιρνε τα φάρμακα όπου εκείνος της έδινε. Αυτό που στενοχωρούσε στην αρχή τον Τζώρτζη ήταν ότι η μητέρα του έλεγε ότι θα ήθελε να πεθάνει και να μη γίνεται βάρος σε κανένα. Είχε παραιτηθεί από την προσπάθεια να ζει. Μόνο που δεν πεθαίνουμε όλοι όποτε το θελήσουμε. Φοβόταν ο Τζώρτζης μην κάνει η μητέρα του καμιά απερισκεψία και τα θέλω να γίνουν πραγματικότητα. Ήταν κι ο απρόσμενος θάνατος του πατέρα του, δεν θα άντεχε και ένα τραγικό τέλος για την μητέρα. Την φρόντιζε λοιπόν σαν μωρό παιδί, δεν της χαλούσε χατίρι αν και ήταν ελάχιστα τα πράγματα που του ζητούσε. Όταν την ρωτούσε και το έκανε συχνά αν ήθελε κάτι έπαιρνε μονίμως μια ξεψυχισμένη απάντηση. Όχι αγόρι μου δεν θέλω τίποτα τώρα πια. Έτσι ο Τζώρτζης αποφάσισε να κάνει ένα πρόγραμμα αυτός όπου θα μαγείρευε καθημερινά, θα ψώνιζε τα απαραίτητα για το σπίτι, θα έπαιρνε απ’ το χεράκι την μητέρα του να βγουν λίγο για καμιά βόλτα στον ήλιο, θα την περιποιόταν κάνοντας την μπάνιο και όλα όσα τέλος πάντων απαιτούνται για να ζήσουν και οι δυο τους. Για δουλειά θα έψαχνε άμα έβλεπε πως καλυτέρευαν τα πράγματα. Τα προσωπικά του έξοδα περιορίστηκαν στον καπνό και ζούσαν με την σύνταξη χηρείας από τον κυρ-Ιάκωβο. Η Κυρά-Μελένια έμπαινε σε μια ρουτίνα όπου την φρόντιζαν άλλοι, όμως αυτό δεν της άρεσε, καταλάβαινε ότι δεν ήταν σωστό και μεγάλωνε η θλίψη της. Έτσι ο Τζώρτζης προκειμένου να της αφήνει κάποιο χώρο να εκφράζεται της ανέθετε δουλειές. Την έκανε να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες. Έτσι στην αρχή πήγαιναν μαζί για τα ψώνια της ημέρας. Όμως σιγά-σιγά η κυρά-Μελένια άρχισε να το κάνει μόνη της. Μαγείρευαν έπειτα μαζί, όμως με τον καιρό η κυρά-Μελένια  θυμήθηκε τον παλιό της εαυτό και έδινε αυτή τις οδηγίες για το μαγείρεμα .Έτσι μέρα με την μέρα έβρισκε ξανά τον εαυτό της και βέβαια δεν αισθανόταν τη δυσβάσταχτη μοναξιά και το μάταιο της κάθε προσπάθειας. Είχε ξανά τον Τζώρτζη. Ο οποίος της έκανε πλέον παρέα και όταν έβλεπε τις αγαπημένες της σειρές στην τηλεόραση. Η Λένα προς το παρόν είχε έρθει σε δεύτερη μοίρα. Προηγούταν η βοήθεια που έπρεπε να δώσει στην μητέρα του, ώστε αυτή να αρχίσει να ζει ξανά φυσιολογικά.
Ο Τζώρτζης μια και είδε ότι τα πράγματα πήγαιναν προς το καλύτερο, αποφάσισε να πιάσει δουλειά. Πήγε ξανά στην οικοδομή σαν τεχνίτης ,μάστορας πλέον. Είχε μάθει μερικά πράγματα στην Αθήνα, έπιαναν και τα χέρια του. Μετά από λίγο καιρό συνεταιρίστηκε με κάποιον εργολάβο. Έπαιρναν παλιά κτίσματα, τα αναπαλαίωναν με πολύ προσωπική δουλειά και τα μεταπωλούσαν σε διπλάσια τιμή από την αρχική. Ο Τζώρτζης έπιασε λεφτά στα χέρια του και η μάνα του χαιρόταν που προόδευε. Με ένα πράγμα στενοχωριόταν. Δεν ήθελε να μείνει μόνος. Από τότε που έμαθε πως η Λένα τα είχε μπλέξει με έναν ανθυπολοχαγό γιατρό και με το δίκιο της η κοπέλα, αφού ο Τζώρτζης δεν έδινε σημεία ζωής, ήθελε να δει και το γιο της να ξαναφτιάχνει τη ζωή του. Ο εργολάβος που συνεταιριζόταν ο Τζώρτζης είχε μια όμορφη κοπέλα για κόρη. Η κορνίζα στο γραφείο του την έδειχνε στα καλύτερά της. Αυτήν έκανε προξενιό στον Τζώρτζη καθώς τον έβλεπε τίμιο και δουλευταρά. Έτσι μπήκε στην ζωή του η Αφροδίτη. Στην αρχή πήγαιναν βόλτες στα ζαχαροπλαστεία και στις καφετέριες. Συμπάθησε ο ένας τον άλλον. Ο Τζώρτζης της ανοίχτηκε. Της είπε για τον παιδικό του έρωτα που είχε και πως θα ήθελε να γνωρίσει μια άλλη κοπέλα τώρα που στέκεται πιο δυνατός στα πόδια του. Η Αφροδίτη τον δέχτηκε όπως είναι. Ήταν κορίτσι του μπαμπά, έκανε ότι έλεγε αυτός. Σύντομα παντρεύτηκαν. Η χαρά της κυρά-Μελένιας στον γάμο ήταν ανείπωτη. Δεν ήθελαν να πουν οι κακές γλώσσες ότι στάθηκε εμπόδιο στο γιο της. Ο Τζώρτζης και η Αφροδίτη έκαναν την μικρούλα Μελένια όπου έμοιαζε στην μητέρα της έτσι ξανθούλα όπως ήταν και με ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα. Ο Τζώρτζης επισκεπτόταν ταχτικά την μητέρα του τώρα που είχε ανοίξει δικό του σπιτικό και δεν έμεναν πλέον μαζί. Με ή χωρίς την μικρούλα Μελένια πήγαινε στην μητέρα του, δεν έμενε και πολύ μακριά, της κρατούσε παγωτό βύσσινο το καλοκαίρι που ήξερε πως της άρεσε και στάθηκε δίπλα της μέχρι τα βαθιά της γεράματα που ήρθαν με το χρόνο σιγά-σιγά.
 ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ Γ. ΑΡΧΟΝΤΑΚΗΣ

Comments

No comments yet. Why don’t you start the discussion?

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *