Ο Μάρκος και η Άννα
Ομικρούλης Μάρκος γνώρισε την Άννα στην παιδική χαρά. Μελαχρινός, γεροδεμένος, κοντούλης για την ηλικία του αυτός, ανοιχτόχρωμη με ξανθά μπουκλαριστά μαλλάκια αυτή και λεπτή καμωσιά.
Ο Μάρκος κρατούσε ένα παιχνιδάκι δώρο της μαμάς , όταν τον είδε η Άννα.
Πως το λένε το αλογάκι σου; ρώτησε η Άννα.
Λεπτολόγος αυτός και θέλοντας να πουλήσει πνεύμα, απάντησε ότι δεν ήταν αλογάκι αυτό που κρατούσε στο ένα του χέρι, αλλά ζέβρα. Είχε άσπρο δέρμα με μαύρες ρίγες. Ήταν ελεύθερη, κανείς δεν την καβαλίκευε και αυτός την πήρε από την έρημο της αυλής του σπιτικού του, για να την προφυλάξει από τα σαρκοβόρα λιοντάρια που βγήκαν για να κυνηγήσουν την τροφή τους.
Η Άννα εντυπωσιάστηκε από το μυαλό του Μάρκου.
Αυτή ετοίμαζε καφέ και τσάι στο σερβίτσιο της Μπάρμπυ και το έπινε παρέα με τη γιαγιά της κάθε απόγευμα.
Αλλά για λιοντάρια που βγαίνουν κυνήγι στον κήπο του Μάρκου δεν ήξερε. Που και που έβλεπε την Πάφυ τη γάτα της με τη φουντωτή ουρά να κάνει πως κυνηγάει , αλλά όσο αφορούσε την τροφή της την τάιζε ξηρά τροφή η γιαγιά. Μέχρι και την ανάγκη της, την έκανε στο διαμέρισμα , στο χώρο που είχε άμμο.
Ο Μάρκος της φαινόταν έξυπνος και σοβαρός. Ήξερε όλα τα χρώματα. Αυτή φορούσε ρολόι , αλλά δεν ήξερε την ώρα.
Ζούσε με τη γιαγιά της που ξάπλωνε νωρίς το βράδυ αλλά δεν κοιμόταν πολύ.
Πόσο θα ήθελε να ήταν με την μαμά, αλλά η μαμά δούλευε. Την είχε ακούσει να μιλάει και για κάποια άλλη Άννα, μόνο που είχε και μια ασφάλεια κολλημένη. Την έλεγε ανασφάλεια.
Ρώτησε λοιπόν τον Μάρκο αν η ζέβρα του ένιωθε ανασφάλεια όπως η μαμά της.
Αυτός δεν ήξερε, αλλά της είπε ότι ήταν η καλύτερη του φίλη διότι μοιάζανε πολύ. Αυτός τη φρόντιζε και αυτή του είχε εμπιστοσύνη που τη φύλαγε από τα άγρια λιοντάρια.
Θέλω και εγώ να γίνω φίλη σου του είπε η Άννα. Να με φροντίζεις και να με προστατεύεις εμένα και την Μπάρμπυ. Θα σε κερνάμε καφέ τις Τετάρτες που θα συναντιόμαστε στη χαρά που την λένε παιδική.
Όμως Μάρκο πες μου γιατί είπες ότι μοιάζετε με τη ζέβρα του είπε η Άννα.
Γιατί όταν φοράω τη φανέλα που μου πήρε ο μπαμπάς με τις ασπρόμαυρες ρίγες και θέλω, μπορώ να τρέξω πολύ σαν κι αυτή. Επίσης ζούμε μαζί στην έρημο του κήπου. Έχει μια λιμνούλα, όαση την λένε, όπου μαζεύονται όλα τα ζωάκια για να πιουν νερό. Εκεί παραμονεύουν τα λιοντάρια. Είναι οι βασιλιάδες γιατί είναι οι πιο δυνατοί. Όταν μεγαλώσω Άννα δε θέλω να γίνω βασιλόπουλο όπως λένε τα παραμύθια. Θέλω να είμαι μαζί με τη ζέβρα και να τρέχουμε ελεύθεροι. Αν θέλεις Άννα έλα και εσύ. Να ρωτήσουμε και την Μπάρμπυ. Θα πρέπει όμως να πάρει ρούχα παραλλαγής, αν θέλει να ακολουθήσει και καπέλο.
Η χαρά η παιδική είχε και μια τραμπάλα. Μάταια ο Μάρκος και η Άννα προσπαθούσαν να ισορροπήσουν τα κορμιά τους. Ο Μάρκος ήταν πιο βαρύς και η Άννα πιο ανάλαφρη , μπορεί και δυο φορές. Άρα όπως σκεφτόταν ο μπαμπάς του Μάρκου, που εμφανίστηκε και παρακολουθούσε, δύο πράγματα μπορούσαν να συμβούν για να ισορροπήσουν τα παιδιά. Ή να κάτσουν δύο Άννες από τη μια και ένας Μάρκος από την άλλη, ή να αλλάξει το σημείο στήριξης της δοκού της τραμπάλας και να απέχει ένα μέρος μήκους από τον Μάρκο και δύο μέρη από την Άννα. Υπάρχουν παντού ίσες και άνισες ροπές σκεφτόταν. Η ισορροπία ήταν το μέλημά του σε όλα. Η γιαγιά της Άννας παρακολουθούσε κι αυτή από άλλη οπτική γωνία και φοβόταν για την σωματική ακεραιότητα των παιδιών. Είναι φαίνεται ιδίωμα της προχωρημένης ηλικίας ο φόβος. Αυτός που στερεί την δυνατότητα δράσης και εύκολης μάθησης.
Τα παιδιά χωρίστηκαν εκείνο το απόγευμα. Ο Μάρκος γύρισε στην έρημο του κήπου του , μ’ όλη την πολιτεία των ζώων που κατοικούσαν εκεί και στη φαντασία του και η Άννα γύρισε πίσω στο διαμέρισμα με τη γιαγιά ,την Πάφυ και την Μπάρμπυ.
Το βράδυ είδε η Άννα στον ύπνο της τον Μάρκο να τρέχει και να την φωνάζει να τον ακολουθήσει.
Μα η Άννα όσο και αν έβαζε δυνάμεις , η απόσταση μάκραινε , ώσπου ο Μάρκος πέταξε ψηλά και χάθηκε στον ουρανό που πήρε χρώμα κόκκινο.
Περιλαμβάνεται στο βιβλίο “Υπερηχογράφημα” Διηγήματα 2013.
Αριστείδης Γ. Αρχοντάκης