ΚΡΟΥΣΤΑΛΙΑΣΜΕΝΑ ΦΤΕΡΑ (ΔΙΗΓΗΜΑ)

                                           

                                                       ΚΡΟΥΣΤΑΛΙΑΣΜΕΝΑ ΦΤΕΡΑ


 Τέλη Φλεβάρη ενός μήνα κουτσού, με τις λιγότερες μέρες απ’ τους άλλους έντεκα, λες κι από μόνος του βιάζεται να τελειώσει. Ο καιρός άστατος με πολλές βροχές. Απόγευμα κλεισμένος στο σπίτι, ακούω μουσική για πιάνο, γραμμένη απ’ τον Liszt. Πρέπει να είσαι εξαιρετικά ταλαντούχος πιανίστας για να αποδώσεις αυτά τα κομμάτια, σκέφτομαι.

Έχω αποφασίσει να προσέξω λίγο περισσότερο τον εαυτό μου. Η θλίψη με έχει γονατίσει κι ο ψυχικός πόνος μεταδίδεται σ’ όλο μου το σώμα. Αν δεν καταφέρω να ξεπεράσω αυτήν την περίοδο, το μέλλον δε φαντάζει και τόσο ευοίωνο. Η σεξουαλικότητά μου σε λήθαργο, δεν ξυπνά, για να αναστηθεί κι όλος μου ο εαυτός. Μέχρι και οι πρωινές στύσεις έχουν παρέλθει. Πως άφησα την καθημερινότητά μου να καταλήξει σ’ ένα συνεχόμενο πένθος;
Η λογική λέει αντέδρασε, όμως τα αντανακλαστικά μου είναι αργά. Μοιάζω ταυτόχρονα ναρκωμένος, ίσα-ίσα για να αντέχω. Σκέψεις για θάνατο δεν κάνω, ο θάνατος με τρομάζει και μόνον σαν ιδέα. Ποτέ δεν εξοικειώθηκα μαζί του. Θέλω να ζήσω ουρλιάζω μέσα μου. Τραντάζεται όλο μου το είναι, καθώς είμαι ο μόνος που διαισθάνεται αυτήν την αγωνιώδη κραυγή. Φταίω εγώ που απομονώθηκα έτσι, εγκαταλείποντας ξαφνικά φίλους και γνωστούς και κλείστηκα στον εαυτό μου. Ίσως όμως μόνος πρέπει να λύσω τα προβλήματά μου και τον κόμπο που με πνίγει στο λαιμό. Κι αν δεν αντιδράσω όπως λέει η λογική, αφήνοντας τον εαυτό μου να φτάσει στα όριά του; Πόσο χαμηλά μπορεί να ξεπέσει η ανθρώπινη υπόσταση; Μακριά απ’ την τρέλα σκέφτομαι και συνέρχομαι αμέσως.
Κάνω ένα κρύο μπάνιο και τρίβομαι καλά με την πετσέτα. Το σώμα μου αντιδρά, κοκκινίζει, ζεσταίνεται. Αποφασίζω να βγω έξω, όσο χάλια κι αν είναι ο καιρός. Έχει βραδιάσει πλέον. Οι φανοστάτες αχνίζουν αναμμένοι, μεταδίνοντας την κίτρινη λάμψη τους. Περπατώ ολομόναχος φτάνοντας μέχρι το κέντρο της πόλης. Κάθομαι σ’ ένα υπαίθριο καφέ, προφυλαγμένο με μεγάλες τέντες. Παρακολουθώ την κίνηση στους δρόμους, πίνοντας καφέ και καπνίζοντας άφιλτρα τσιγάρα. Κόσμος βιαστικός, αυτοκίνητα που μαρσάρουν περιμένοντας να ανάψει το φανάρι. Δίπλα μου έρχεται και κάθεται μια κοπέλα στην ηλικία μου. Η πρώτη νιότη δείχνει να μην την έχει εγκαταλείψει. Αφήνει στο τραπεζάκι δύο καφέδες που πάντα πίνει μόνη. Είναι η παρέα μου, αν και δεν έχουμε ανταλλάξει ποτέ κουβέντα. Έχουμε ξαναβρεθεί σ’ αυτό το καφέ. Καπνίζει αν και δεν της κάνει καλό. Κάθε ρουφηξιά απ’ το τσιγάρο διακόπτεται από ένα βήχα. Μοιάζει ξένη, με ομορφιά θα έλεγες αριστοκρατική. Τα ρούχα της προσεγμένα αν και δεν τονίζουν τη θηλυκότητά της. Παντελόνι τζιν, αθλητικά παπούτσια και ορειβατικό τζάκετ. Χείλη έντονα σαρκώδη που συναντάς μόνο στις αφρικάνικες φυλές. Όμως η όλη της εμφάνιση φωνάζει ότι κατάγεται από το Βορρά. Αυτά τα χείλη είναι το χαρακτηριστικό της, το ψεγάδι της θα έλεγε κάποιος άλλος.
Δεν έχω σκοπό να της μιλήσω ποτέ. Μου φτάνει που καθόμαστε μαζί πλάι-πλάι, μόνοι πελάτες αυτού του καφέ. Είμαστε ένα ζευγάρι που η σιωπή του λέει πολλά, ίσως τα πάντα. Την παρατηρώ ρίχνοντας αδιάφορα κλεφτές ματιές. Αυτή μοιάζει να μην το αντιλαμβάνεται κι ας έχουμε καθίσει πλάι-πλάι αρκετές φορές. Γνωστοί-άγνωστοι. Όμως για εμένα αυτή η ύπαρξη είναι σα μια ηλιαχτίδα που με ζεσταίνει το χειμώνα αυτό. Τα βράδια μονοπωλεί την σκέψη μου καθώς προσπαθώ να κοιμηθώ. Κι όταν σουρουπώνει κάθε μέρα κινώ ξανά και ξανά για την τυχαία συνάντηση που ποτέ δε με απογοητεύει. Την συναντώ πάντα να πίνει δύο καφέδες, ίσως φέρνοντας στη μνήμη κάποιο αγαπητό πρόσωπο που άλλοτε να τους μοιράζονταν. Είναι ίσως η μοναδική μου συμπαράσταση καθώς κι οι δυο δείχνουμε να βιώνουμε, για τους λόγους του ο καθένας, μια θλίψη. Συμπάσχουμε κι ας μην το ξέρει αυτή η νεράιδα του Βορρά. Είναι δίπλα μου για όσο χρειάζομαι την παρουσία της, αναπνέει δίπλα μου, κάνοντάς με να μένω ζωντανός και δίνοντας ένα νόημα στη ζωή μου. Να βρίσκομαι δίπλα της αντλώντας δύναμη, που μέρα με τη μέρα, με συνεφέρει. Σκέφτομαι κάποια στιγμή, λίγο πριν τη χάσω, λίγο πριν φύγει ο χειμώνας και έρθει η άνοιξη, να της πω ένα ευχαριστώ. Επειδή έλειωσαν τα κρούσταλλα απ’ τις φτερούγες μου και πέταξα ξανά. Γλυκιά μου να είσαι πάντα καλά.

Αριστείδης Γ. Αρχοντάκης.

Comments

No comments yet. Why don’t you start the discussion?

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *