Η ΕΝΟΧΗ (ΔΙΗΓΗΜΑ)

                             





                                           Η ΕΝΟΧΗ
      

              ΟΓιάννης ή καλύτερα Ιωάννης όπως απαιτούσε να τον προσφωνούν όλοι, ήταν το τρίτο παιδί μιας φτωχικής οικογένειας, που γεννήθηκε στην Κρήτη, λίγο μετά την κατοχή των Γερμανών και μάλιστα στο Κάστρο, την πολυπληθέστερη και πιο ακμάζουσα πόλη της. Ήταν Νοέμβρης του 1948 όταν γεννήθηκε και στον ουρανό έφεγγε ένα ολόγιομο φεγγάρι, μεγαλύτερο από κάθε άλλη φορά. Τα άλλα δυο μεγαλύτερα αδέλφια του ήταν κορίτσια και έτσι όταν ήρθε στη ζωή αυτός, δικαιωματικά κατά τις παραδόσεις, κέρδισε περισσή αγάπη και φροντίδα. Ήταν κοπέλι και όσο φτωχική κι αν ήταν η καταγωγή του, αυτός στην οικογένεια αντιμετωπιζόταν σαν πριγκιπόπουλο. Τα κορίτσια η Μυρσίνη και η πιο μεγάλη η Στέλλα, μπορεί να έχασαν και τα λιγοστά χάδια και να γέμισαν έγνοιες, όμως υπέμεναν δασκαλεμένες απ’ τη μητέρα για την αξία αυτού του αρσενικού, που θα ήταν αργότερα για αυτές, στήριγμα και υπέρμαχος της τιμής τους.
Ο πατέρας του ο Θοδωρής, αγρότης στο επάγγελμα, πάλευε στα αμπέλια και στις ελιές, σε νοικιασμένα κτήματα, να θρέψει την οικογένεια του. Κινούσε κάθε πρωί για το Σκαλάνι μια περιοχή έξω απ’ το Κάστρο, κοντά στις Μινωικές αρχαιότητες. Σαν έβρισκε κανένα φορτηγό στο δρόμο του, σαλτάριζε στην καρότσα και γλίτωνε τον ποδαρόδρομο. Στο γυρισμό σταματούσε , το  ‘χε συνήθειο στον Αϊ Κωνσταντίνο, σ’ ένα καπηλειό να πιει μια ρακή. Αν ήταν τυχερός άκουγε και καμιά κοντυλιά απ’ τον Καπετάν Γιώργο με το μαντολίνο του. Συνήθως όμως άκουγε πειράγματα, αλλά ήταν πράος, δε μάνιζε εύκολα. Ούτε με τα πολιτικά ασχολούνταν, ο εμφύλιος είχε ξεσπάσει και φήμες διαδίδονταν κι απ’ τους μεν και απ’ τους δε. Αυτός άνθρωπος της γης, σαν είχε ένα καρβέλι ψωμί και λίγο λάδι ήταν ικανοποιημένος. Είχε περάσει βλέπεις και την κατοχή με πολλή πείνα. Τώρα οι έγνοιες του πολλές, αφού πέραν του ότι είχε να παντρέψει και να προικίσει τα δύο κορίτσια, είχε τελευταία και την αρρώστια της γυναίκας του της Μαριώς που μετά τη γέννα του αρσενικού είχε χάσει τις δυνάμεις της και έπασχε από αναιμία. Μήτε στα χωράφια τον ακολουθούσε και στις δουλειές του σπιτιού, η Στέλλα η κόρη του είχε αναλάβει πρόωρες ευθύνες, την λάτρα του σπιτιού και το μαγείρεμα. Η Μυρσίνη σαν πιο μικρή, το ‘βλεπε σαν παιχνίδι και ήταν ολημερίς με τον Ιωάννη κι έπαιζαν. Παίζανε έξω στις αυλές και στα πλακόστρωτα και ο Ιωάννης μεγάλωνε ανέμελα, δίχως να καταλαβαίνει ότι το μερίδιο απ’ αυτό που περίμεναν οι άλλοι απ’ τον ίδιο, μεγάλωνε συνεχώς.
 Η μέρα που ο Ιωάννης δεν ξαναγέλασε πια, ήταν η μέρα όπου έχασε τη μητέρα του τη Μαριώ και το φτωχό σπιτικό βυθίστηκε στο πένθος. Δεν έχασε μόνο το χάδι της μάνας, μα με μιας, τα παιχνίδια και οι χαρές κόπηκαν, τα κορίτσια μαυροφορέθηκαν και ο πατέρας έλειπε πιο συχνά, αναζητώντας στη φωτιά της ρακής, μάταια να απαλύνει το δικό του πόνο. Ήταν πέντε χρονών τότε ο Ιωάννης όταν τον κυρίεψε μια ανομολόγητη ενοχή. Ότι αυτός ήταν ο φταίχτης των δεινών και ότι αργά ή γρήγορα έπρεπε να τιμωρηθεί. Όμως πώς να ήταν η τιμωρία, δε γνώριζε, μιας και μέχρι τώρα μόνο χάδια, παιχνίδια και τραγούδια τον συντρόφευαν. Τώρα όμως που όλα κόπηκαν, ήταν σίγουρος θα ερχόταν η τιμωρία. Το έλεγε και ο παπά-Φραγκιός στο κατηχητικό τα απογεύματα του Σαββάτου, όπου πήγαινε με τα κορίτσια παρέα. Ο παράδεισος όπου ζούσε ο άνθρωπος χάθηκε επειδή αμάρτησε και τώρα ο άνδρας με ιδρώτα θα βγάζει το ψωμί του και με πόνο η γυναίκα θα γεννά τα παιδιά της. Ο Ιωάννης πλημύρισε από νέες ενοχές που είχαν να κάνουν με προπατορικά αμαρτήματα. Όσο μεγάλωνε, φόβος και ενοχή τον διαπερνούσαν σε κάθε του πράξη. Όσο κι αν ήθελε να φανεί άξιος και καλός, αυτό το συναίσθημα δεν άλλαζε. Ούτε κι όταν παράτησε το σχολείο για να γίνει παραγιός και να μάθει την τέχνη της χρυσοχοΐας κοντά σε έναν Αρμένη παλιό τεχνίτη. Ο πατέρας πια δεν μπορούσε να καλλιεργήσει τη γη, ζούσαν με ελεημοσύνες και τη δουλειά του Ιωάννη.
 Στο μαγαζάκι που δούλευε ο Ιωάννης, γρήγορα πρόκοψε και έμαθε να σμιλεύει τα πολύτιμα μέταλλα.  Έλιωνε το μέταλλο που εκείνη την εποχή προερχόταν από χρυσές λίρες, σε καλούπια από κόκαλα σουπιάς που είχαν ξεραθεί και κοπεί στη μέση και ήταν κατάλληλα. Έμαθε να υπολογίζει και τα καράτια 14,18,24 τρίβοντας το χρυσό στη Λυδία λίθο. Τα διάφορα κράματα χρυσού, άφηναν διαφορετικού χρώματος ίχνος καθώς τρίβονταν σ’ αυτό το μαύρο πέτρωμα. Η τεχνική απ’ την αρχαιότητα έφτασε να γίνει γνώση και του Ιωάννη και αυτό τον χαροποίησε ιδιαίτερα. Σκούπιζε επίσης και μάζευε από τον πάγκο και το πάτωμα, τα ρινίσματα που έπεφταν απ’ το λιμάρισμα, τίποτα δεν πήγαινε χαμένο.
 Η αξία του χρυσού είχε ανέβει εκείνη την εποχή και ο σαράφης Αρμένης, δεχόταν ένα σωρό κόσμο στο πατάρι του μαγαζιού. Ο Ιωάννης που δεν ανακατευόταν στις ύποπτες δουλειές του εμπόρου, καταλάβαινε απ’ τα βγαλμένα χρυσά δόντια που μάζευε και έλιωνε στην συνέχεια, ότι πολύ κόσμος βρισκόταν σε ανέχεια και κάποιοι, εκμεταλλευόταν. Απ’ τα χέρια του βέβαια περνούσαν και πανέμορφα κοσμήματα, που η αξία τους μεγάλωνε λόγω παλαιότητας. Αυτά δεν τα έλιωνε, αλλά μεταπουλιόταν σίγουρα σε πολλαπλάσια τιμή. Κάποιες στιγμές έστηνε από περιέργεια καρτέρι και παρατηρούσε τους ανθρώπους που ανέβαιναν στο ύποπτο πατάρι. Δεν ήταν και πολλοί, όπως είχε αρχικά φανταστεί. Λίγοι και τακτικοί στις επισκέψεις τους. Ένας κομπογιαννίτης οδοντογιατρός, μια μεσόκοπη τοκογλύφος και ένας άνθρωπος του λιμανιού, μάλλον κλεπταποδόχος του φαινόταν. Απ’ τις παρατηρήσεις αυτές ένα νέο βάρος προέκυψε για τον Ιωάννη, και η ευχαρίστηση που έπαιρνε απ’ την εργασία του μειώθηκε.
 Θα πλησίαζε τα 17 όταν θεώρησε απαραίτητο να εξομολογηθεί στον παπά Φραγκιό γιατί πίστευε ότι έχει πολλά κρίματα, αλλά η τιμωρία που περίμενε από μικρός δεν ήρθε να τον συνετίσει και κάπως να τον ανακουφίσει. Μάταια όμως, ο παπά-Φραγκιός, που ήξερε ήδη την ιστορία του και πως συντηρούσε τις δυο μεγάλες αδελφές του και το μπεκρή γέρο του, δεν του έβαλε τιμωρία, του σύστησε μόνο να προσεύχεται για να βρει αγαλλίαση. Αντί για προσευχή ο Ιωάννης ξεμοναχιαζόταν στο φρούριο Κούλε, στο λιμάνι, και θαύμαζε τα μανιασμένα κύματα να χτυπούν το βενετσιάνικο μνημείο. Κούλε το έλεγαν οι ντόπιοι, κατάλοιπο στη γλώσσα απ’ την Τουρκοκρατία, Castello a Mare, φρούριο στη θάλασσα, το έλεγαν οι Βενετοί που το έχτισαν το δέκατο πέμπτο αιώνα, με το σύμβολό τους το λιοντάρι του Αγίου Μάρκου, στην πρόσοψή του. Ένιωθε μέσα στη θαλασσοταραχή, την τιμωρία που επιβαλλόταν στα τείχη απ’ τη φουρτουνιασμένη θάλασσα. Και τα δυο άντεχαν στον λυσσαλέο αυτό αγώνα για επιβολή. Βράχος κι ο ίδιος στις πεποιθήσεις του, έβλεπε την εκμετάλλευση των αδυνάτων και δεχόταν το ράπισμα των δυνατών δίχως να μπορεί να αντιδράσει όπως επιθυμούσε.
Ο Ιωάννης με τα λίγα γράμματα που έμαθε, ένιωθε ότι στο κομμάτι της μόρφωσης, είχε μείνει πίσω και αποφάσισε μόνος του να καλύψει το κενό. Διάβαζε τις εφημερίδες και ό ,τι βιβλίο έπεφτε στα χέρια του. Οι σοφοί του καιρού του, τον είχαν πάρει από κοντά και μέσα απ’ τα γραπτά τους, ανακάλυπτε νέους δρόμους. Ο άνθρωπος έγραφαν, ήταν το παν και ο Θεός μια ψευτιά. Ο άνθρωπος σκεφτόταν ο Ιωάννης, ήταν ένας μικρός Θεός και τον απασχολούσε μέχρι που έφτανε η ισχύ του. Μπορούσε άραγε να τιμωρεί τους ενόχους και να ξαναφέρνει τα πράγματα ίσια; Εκεί που ο Θεός αμελεί κι η πολιτεία αδιαφορεί, μπορεί αυτός να δώσει δικαιοσύνη; Τα μυαλά του είχαν φουσκώσει και ήταν έτοιμος για πράξεις. Τα γεγονότα που ακολουθούν διαδέχτηκαν σύντομα το ένα το άλλο, συνταράζοντας την τοπική κοινωνία του Κάστρου, απλώνοντας ένα ομιχλώδες πέπλο γύρω της.
Πρώτα η τοκογλύφος, βρέθηκε πνιγμένη με σύρμα, η κάποια λεπτή αλυσίδα. Την βρήκαν στο κρεβάτι της ντυμένη κανονικά σαν να κοιμάται, αλλά όταν την εξέτασαν, βρήκαν μια τρύπια δεκάρα στο στόμα της, κάτω απ’ τη γλώσσα.
Έπειτα ο οδοντογιατρός, βρέθηκε νεκρός στο δωμάτιο που χρησιμοποιούσε για ιατρείο. Είχε πεθάνει από χτύπημα στο κεφάλι κι όλα τα μπροστινά του δόντια έλειπαν, βγαλμένα μεθοδικά με την τανάλια.
Στο λιμάνι τυλιγμένος με δίχτυα ψαρέματος και εντελώς γυμνός, βρέθηκε ο κλεπταποδόχος. Είχε μαχαιρωθεί πρώτα.
Ο Ιωάννης παρακολουθούσε απ’ το μαγαζάκι του Αρμένη σαράφη τα γεγονότα, διαβάζοντας καθημερινά τις εξελίξεις στις τοπικές εφημερίδες. Το αφεντικό του άμεσα εμπλεκόμενο και με τα τρία θύματα, ήταν σε κατάσταση πανικού, φοβούμενο για τη δική του ζωή και μέσα σε λίγες μέρες, γέρασε πρόωρα.
Ο Ιωάννης πέρασε από το στάδιο αυτού του ενόχου που αισθανόταν μια ολόκληρη ζωή, σ’ αυτό του τιμωρού, ενός μικρού ημίθεου, που περιμένει, αν μη τι άλλο, να τον δοξάσουν οι άλλοι για τις πράξεις του. Αυτό όμως ήταν αδύνατον, γιατί αν μαθευόταν ο πραγματικός ένοχος, τότε θα τιμωρούταν παραδειγματικά περνώντας το υπόλοιπο της ζωής του στη φυλακή.
Οι ανακρίσεις σύντομα έφτασαν στο μαγαζάκι του χρυσού. Ήρθε και η ώρα του Ιωάννη να μιλήσει. Ήταν προετοιμασμένος από καιρό, για τι άλλο, από το να δηλώσει ένοχος και να τιμωρηθεί εν τέλει. Τα λόγια του στην αρχή δεν έπεισαν τις αρχές, όταν όμως προχώρησε στις λεπτομέρειες των πράξεων του τα πράγματα άλλαξαν. Συνελήφθη, πετυχαίνοντας αυτό που πίστευε πάντα για τον εαυτό του, ότι ήταν βαθύτατα ένοχος από παλιά. Αντιμετώπισε την ποινή με καρτερικότητα και ιώβεια υπομονή, λες και εκπληρωνόταν μια παλιά ανάγκη. Έζησε φυλακισμένος για πολλά χρόνια, μη μετανιώνοντας για τις πράξεις του, αφού πίστευε ότι το πεπρωμένο φυγείν αδύνατο.
 Η τιμωρία που πρόσμενε μια ζωή, ήρθε. Με τα μάτια των άλλων, καταστράφηκε, με τη ματιά της ψυχής του όμως, είχε απονεμηθεί δικαιοσύνη και για τους άλλους και για τον ίδιο.

Οι δυο αδελφές του έμειναν ανύπανδρες, στιγματισμένες απ’ την τοπική κοινωνία ως αδελφές φονιά. Η Στέλλα η μεγαλύτερη τον καταριόταν μια ζωή ,ο πατέρας πέθανε απ’ το πιοτό, η Μυρσίνη η πιο ευαίσθητη, που τον είχε μεγαλώσει με νανουρίσματα στην παιδική της αγκάλη, του στάθηκε ως τη μέρα που πήρε χάρη και βγήκε απ’ τη φυλακή της Αλικαρνασσού. Μαζί έζησαν μονιασμένοι ως τα βαθιά γεράματα, δίχως εχθρούς αλλά δυστυχώς και χωρίς φίλους.

Αριστείδης Γ. Αρχοντάκης- 2017

Comments

No comments yet. Why don’t you start the discussion?

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *