ΕΠΙΤΥΜΒΙΑ ΣΤΗΛΗ (ΔΙΗΓΗΜΑ)

Επιτύμβια στήλη-Διαβάζοντας τον Καζαντζάκη.

Νίκος Καζαντζάκης

Επιτύμβια στήλη (διήγημα)

Δεκαετία του ’90, στις αρχές θα ήταν, και εγώ πια ώριμος φοιτητής στην πόλη του Ηρακλείου, περιπλανιέμαι απόγευμα στους δρόμους, μακριά από το κέντρο, που και που μπαίνεω σε αποκετρωμένα βιβλιοπωλεία για να πάρω τροφή για τις αναζητήσεις εκείνης της εποχής. Ο καιρός καλός, θα ήταν τέλη Άνοιξης, και γω πήρα να ανηφορίζω ένα δρομάκι, που έβγαζε σε ένα ύψωμα κοντά στο γήπεδο του Εργοτέλη, ιστορική ομάδα της πόλης, που όμως εκείνη την περίοδο παρήκμαζε. Αναζητούσα λίγη ελευθερία στον ορίζοντα κερδίζοντας τη, με τη πανοραμική θέα του υψώματος. Φτάνοντας αντίκρισα να ορθώνεται ένας μεγάλος μεταλλικός σταυρός, και πλησιάζοντας διέκρινα το μνήμα. «Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβάμαι τίποτα, είμαι ελεύθερος».
Εκεί ήταν η τελευταία κατοικία ενός ελεύθερου, εξόριστου για τα τότε ήθη.
Τον θαύμασα για άλλη μια φορά, πιστός στις αξίες που πρέσβευε μέχρι το τέλος. Αυτός που αγαπήθηκε και μισήθηκε όσο λίγοι, που αναμετρήθηκε με τους πειρασμούς, με το πνεύμα αδούλωτο, δεν έσκυψε το κεφάλι, ούτε λογάριασε το κόστος, μια ζωή παλεύοντας να φανεί άξιος των προγόνων και να μεταλαμπαδεύσει στους επόμενους την σπίθα της σκέψης του. Ταξίδεψε και μελέτησε όσο μπορούσε, δείχνοντας το δρόμο. Για πολλούς έγινε δάσκαλος, πνευματικός, πατέρας.
Όπως στο Θείο-Κωνσταντή, αδελφό του πατέρα μου. Είχε αποκτήσει όλα τα βιβλία του επαναστάτη, παλιές εκδόσεις, ζούσε και ανέπνεε μ’ αυτά τα διαβάσματα. Ένιωθε έτσι να αντρειώνεται και το δικό του ανάστημα. Ακόμα θυμάμαι το Θείο-Κωνσταντή να μας παρομοιάζει πολλές φορές, εμάς τους μικρούς τότε, ανατρέχοντας σε ήρωες μυθιστορημάτων του αγαπημένου συγγραφέα. Οι τρικυμίες που παρουσίαζε στο βίο του, έμοιαζαν βγαλμένες απ’ τις σελίδες του «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» και τον «Καπετάν Μιχάλης». Η ίδια πάλη με τη θρησκεία και τα πρέπει. Απ’ τη μια θεοσεβούμενος, κι απ’ την άλλη αντάρτης που έσκιζε τα ράσα των μαλθακών καλόγερων. Το πνεύμα να ακροβατεί σε γκρεμούς αναζήτησης, έτοιμο ανά πάσα στιγμή, να βρεθεί στα τάρταρα. Οι ισορροπίες δύσκολες για τον Κωνσταντή, που διάλεξε στη ζωή να γίνει δάσκαλος. Δεν ήταν πάντα έτοιμος να δώσει τη μάχη, και να αντικρούσει το χλευασμό και την καταφρόνια. Καταφύγιο έβρισκε στα βιβλία του πνευματικού του, έπαιρνε ξανά θάρρος και προχωρούσε.
Αγάπησε το ωραίο, τη γυναικεία ομορφιά, παιδεύτηκε στα τερτίπια των ερώτων, και άμαθος έμαθε, γυρίζοντας ξανά και ξανά στον ήρωα του, αφουγκραζόταν συμβουλές για τα πάθη σώματος και πνεύματος. Με τους γονιούς του, υπεραγαπούσε τη μητέρα, όπως την αποκαλούσε, και φερόταν φοβισμένα και δουλικά μπρος στον πατέρα. Τι κι αν σ’ όλη τη ζωή υπήρχε αυτό το φροϋδικό σύμπλεγμα, όταν πέθανε ο πατέρας, ο Κωνσταντής θέλησε να του ομοιάσει όσο μπορούσε στις συνήθειες, στην εμφάνιση, και να πάρει τη θέση του. Δεν μπορώ να πω ότι απελευθερώθηκε ποτέ απ ‘ τον ίσκιο του Καπετάν Κάπρου, όπως συνωμοτικά τον παρομοίαζε άλλοτε.
Η μητέρα που από πάντα είχε μειωμένη όραση, στα γεράματα πια τυφλώθηκε εντελώς. Απ’ τα παιδιά της, ο Κωνσταντής πιστός σύντροφος, αν και είχε κάνει δική του οικογένεια, βρισκόταν συχνά δίπλα της, ξεκλέβοντας χρόνο κάθε μέρα. Ήταν η παντοτινή και μοναδική του αγαπημένη, που σα πέθανε σε βαθιά γεράματα, του άφησε ένα δυσαναπλήρωτο κενό. Η ουσία της δικής του ύπαρξης, έχασε κάθε νόημα. Σε ποιον τώρα να αποδώσει αγάπη και αφοσίωση. Παραμέλησε τον εαυτό του. Συχνά είχε αδικαιολόγητα νεύρα και ξεσπούσε σε οικείους και αγνώστους πολλές φορές. Η ψυχική του υγεία κλονισμένη και ασθενής, τον οδήγησε σε μια κλινική για θεραπεία. Προσωρινά έδειξε να ηρεμεί και να βελτιώνεται, σύντομα όμως υποτροπίασε και άρχισε σαν άλλος Δον Κιχώτης, να ξιφουλκεί με φανταστικούς ανεμόμυλους. Η καρδιά, η τόσο παιδεμένη, τον πρόδωσε ένα χειμωνιάτικο βράδυ στο δωμάτιο απομόνωσης που νοσηλευόταν.
Στον ταπεινό τάφο του, δεν γράφτηκε κάτι για να θυμίζει τα πιστεύω του και το πέρασμα του, από τούτο το μάταιο κόσμο. Σε μας έμειναν μόνο οι δεκάδες τόμοι του πνευματικού του, κι ας μας κορόιδευε γιουσουφάκια, σαν άλλος Αγάς, τότε. Σ’ αυτούς ανατρέχω διαβάζοντας ξανά το «Όφις και κρίνος» για τον πρώτο έρωτα, τους «Αδελφοφάδες» για να ζήσω τα μίση του Εμφυλίου σπαραγμού, το « Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» για να καταλάβω την Ορθοδοξία, την «Ασκητική» για να τρανέψω το πνεύμα, κι άλλα κι άλλα, και τέλος σαν υστερόγραφο την «Αναφορά στον Γκρέκο».
«Αχ! Το αίμα ποτέ δεν ξεχνάει, βόγκει μέσα μας ποταμός, όλος βόρβορο, σφαγές και σπόρους, κι ως βρει χαηλωμένη τη στενή, δική μας συνείδηση, να μη φυλάει το φράχτη, τον συντρίβει κι αναπηδάει πάνου στα χείλια και στα μάτια, με φωνή και θέληση»*
Έτσι και εγώ μέσα απ’ την κληρονομιά του θείου- Κωνοταντή, λες και το είχε κάνει προμελετημένα, τον μνημονεύω και ξαναζώ τα πάθη και τις ταλαιπωρίες του, που τώρα είναι και δικά μου. Μα για να μην τον πλέκω σε δόλο, απ’ τα συμφραζόμενα των διαβασμάτων, αυτό θα ήταν φυσικό επακόλουθο, καθώς η μια γενιά κουβαλάει στο αίμα της τις προηγούμενες, ακόμη και χιλιάδες χρόνια πριν.
Άραγε βρήκε στη ζωή του ο Κωνσταντής την επιθυμητή ελευθερία, που τόσα και τόσα έγραφε γι αυτήν ο πνευματικός του, ή όλα εν τέλει ήταν μια χίμαιρα. Ή η ψυχή δεν άντεξε το βαρύ φορτίο, λύγισε και βρήκε το μόνο διέξοδο, την τρέλα. Δεν ήταν κοντά του ο δάσκαλος τη στιγμή της λιγοψυχιάς.
«Όπου ψυχανεμιζόσουν ρωμαίικη καρδιά να λιγοψυχάει και να σβήνει, έτρεχες σα να κιντύνευε ένα μέλος του κορμιού σου κι άναβες τα αίματα και σήκωνες τα φρένα κι έπαιρνες τα μικρά παιδιά, μέσα στον κίντυνο, και τα μάθαινες να τραγουδούν τον Ύμνο».*
Πάλευες μέσα σου να αφουγκραστείς το δάσκαλο σ’ ότι σου σιγοψιθύριζε, μα μήτε μάνα μήτε πατέρα κατάφερες να απαρνηθείς, και να τραβήξεις ίσια μπροστά στο δικό σου δρόμο. Άφησες όμως δίδαγμα τη δική σου ζωή, παρακαταθήκη και εφόδια σ’ άλλους, να πετύχουν όσα εσύ δε μπόρεσες.
«Ξεχνούμε από τεμπελιά, από συνήθεια, από αναντρία. Μα ξάφνου πάλι η Κραυγή ξεσκίζει σαν αϊτός τα σωθικά μας»**.
Κι η κραυγή λέει: υποτάξου, πριν να ‘ναι αργά, ημέρεψε, βάλε νερό στο κρασί σου, δε μπορείς μονάχος να αλλάξεις τον κόσμο ολάκερο, μα η προσπάθεια σου, έστω και ελάχιστη, προσμετρείται σ’ αυτήν των πολλών.
Σε συμβουλεύει συμπονετικά, μην τυχόν έρθει ο τελικός χαμός για σένα. Και τα βιβλία είναι μεγάλη συντροφιά και αναπαύουν το νου, δίνουν διεξόδους κρατώντας εσένα σε εγρήγορση, μακριά απ’ τη μαλθακότητα και τη τεμπελιά. Μακάριος όποιος μπορεί και συλλογιέται ανεμπόδιστος, και ονειρεύεται ελεύθερος. Η ζωή του καθένα αξιολογείται πρώτα απ’ όλα απ’ τον ίδιο. Ο εαυτός είναι σκληρός και αδέκαστος κριτής. Σα συμφιλιωθείς με τον εαυτό, έρχεται η γαλήνη. Και δε μιλάμε για την ασυνειδησία. Είναι όταν μπορεί να σε πάρει ύπνος γλυκύς και τα όνειρα να είναι αμόλευτα και καλά. Τότε που τίποτε δε θα σε τυραννάει, μήτε στον ύπνο μήτε στον ξύπνιο.
«Και στο πιο αψηλό κλαδί μου, για χατίρι σου, θα βάλω την καρδιά μου να κελαδήσει, με το κεφάλι απάνου προς το φως,
να κελαδήσει σαν το αηδόνι που πέφτει κάτω απ’ το πολύ τραγούδι κι είναι το
ραμφί του αιματωμένο»***
Τότε θα έχεις επιτελέσει το έργο σου, οι ρίζες σου βαθιά χωμένες θα είναι ευχαριστημένες, και η ζωή θα έχει αποκτήσει το νόημα της.
Και σαν έρθει η πολυπόθητη γαλήνη, κοπάσουν τα ανταριασμένα κύματα της ψυχής, και οι δυνάμεις δε με έχουν εγκαταλείψει, θέλω να αφεθώ σε ούριους ανέμους, να ανοίξω πανιά και να ταξιδέψω στα πέρατα της γης, να βγάλω φτερά και να σχίσω τους αιθέρες ακούραστα, μεταναστεύοντας από τόπο σε τόπο. Να γνωρίσω την απεραντοσύνη, να προσκυνήσω χώματα απάτητα. Να χαθώ στο άπειρο, ήρεμα και γαλήνια, σα τη πιο φυσική κατάληξη ενός διάττοντος αστέρος. Το αίμα μου θα συνεχίσει να κυλάει στις επόμενες γενιές και η ανάμνηση θα ‘ναι αεί ον.
*Συμπόσιον, σελ. 21
** Ασκητική, σελ. 79
***Συμπόσιον, σελ. 18
*Συμπόσιον, σελ. 46.
ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ Γ. ΑΡΧΟΝΤΑΚΗΣ

Σχολιάστε