Ο λάτρης του ωραίου
(Διήγημα)
Είναι αλήθεια ότι καθημερινά ένα τυχαίο γεγονός μπορεί να μας γεμίσει χαρά. Ειδικά όταν πρόκειται για ανθρώπινη επικοινωνία.
Περπατούσα λοιπόν αμέριμνος απόγευμα στην πόλη. Φορούσα κατάλληλα για περπάτημα σπορ παπούτσια, που όμως είχαν κάτι ιδιαίτερο το οποίο τραβούσε σαν μαγνήτης την ματιά των άλλων. Τα παπούτσια είχαν χρωματιστά, έντονα φωσφορίζοντα κορδόνια. Εκεί που περπατούσα λοιπόν και όλων τα βλέμματα πήγαινε προς τα κάτω και όχι σε μένα, απογοητευμένος από την έλλειψη επικοινωνίας έστω με μια ματιά , σταματά μια όμορφη κοπέλα και πιάνει την κουβέντα για τα παπούτσια.
Πόσο μου αρέσουν έτσι χρωματιστά που είναι!
Μιλούσε με τόσο αυθορμητισμό και ένιωθε τόσο ενθουσιασμένη που ένιωσα ευτυχής που προκάλεσα έστω φορώντας αυτά τα παπούτσια αυτή την έκρηξη.
Τα παπούτσια λοιπόν στο προσκήνιο. Ο χειρότερος μου εφιάλτης να περπατάω ξυπόλητος στον ύπνο μου. Νιώθω έτσι τόσο ανυπεράσπιστος και ανήμπορος, που μονομιάς ξυπνάω με μια βαθιά ανησυχία. Κάποτε ένας φίλος μου είχε χαρίσει τα παπούτσια του. Ήταν ένα χειροποίητο ζευγάρι μαύρα λουστρίνια. Αρκετά ακριβό για να επέλεγα να το αποκτήσω μόνος μου. Το φόρεσα, το ξαναφόρεσα ,το χάρηκα, όμως βαθιά μέσα μου ένιωθα ότι δεν ήταν δικά μου, ανήκαν σε άλλον. Ώσπου μια μέρα δεν άντεξα, έκανα ένα ταξίδι τριών ωρών με το αμάξι και τα επέστρεψα στο φίλο. Από τότε ήμουν πολύ προσεκτικός με τα παπούτσια. Ποτέ δεν πέταξα κανένα ζευγάρι όσο κι αν πάλιωνε. Τα θεωρούσα κομμάτι του εαυτού μου. Για τα ρούχα δεν με ένοιαζε τόσο. Όταν όμως επρόκειτο για παπούτσια τα πράγματα άλλαζαν. Συνδεδεμένα με όλες τις προσωπικές μου στιγμές. Αν κάποιος μου ζητούσε κάτι προσωπικό που με εκφράζει, θα του έστελνα ένα ζευγάρι δικά μου παπούτσια.
Από το πρώτο μου ραντεβού με ένα κοριτσόπουλο αυτό που θυμάμαι είναι το πόσο με στένευαν τα παπούτσια, τόσο που με πλήγωσαν μέχρι να γυρίσω σπίτι. Με πλήγωσε και η κοπέλα αργότερα, αλλά αυτό σαν να ξεχάστηκε. Θυμάμαι το πρώτο σπίτι που νοίκιασα σαν εργένης στο κέντρο. Ένα ημιυπόγειο με παράθυρο που έβλεπε στον κεντρικό δρόμο. Καθόμουν με τις ώρες και χάζευα πόδια με ποικίλα υποδήματα να πηγαίνουν πάνω-κάτω. Με τη φαντασία, ξεκινώντας απ’ τα παπούτσια ,προσπαθούσα να φτιάξω τότε όλο το παρουσιαστικό των περιπατητών. Ήταν το αγαπημένο μου παιχνίδι. Στο ρεπερτόριο του παραθύρου μου υπήρχαν παπούτσια γενναία, υποταγμένα, θαρραλέα, κακόκεφα, γελαστά, άκρας υγείας, αρρωστημένα, ερωτεύσιμα, παθιασμένα. Όλες οι λεπτομέρειες χαρακτήρων και προσωπικοτήτων περνούσαν στη φαντασία μου μέσα από ένα ζευγάρι παπούτσια. Μήπως θα ήμουν ένας επιτυχημένος πωλητής υπόδησης αν έκανα το αντίθετο. Αν μαντεύοντας το ταπεραμέντο του ανθρώπου του πρότεινα το ανάλογο ζεύγος παπουτσιών. Αλλά πολλές φορές θέλουμε να δείξουμε κάτι άλλο απ’ ό,τι είμαστε. Όταν όμως πρόκειται για παπούτσια σίγουρα να το επιχειρήσουμε μια φορά αλλά όχι παραπάνω. Στο τέλος θα επιλέξουμε αυτό που μας αντιπροσωπεύει. Δε θέλουμε εξάλλου να ταλαιπωρούμε τον εαυτό μας χωρίς λόγο. Θα φορέσουμε αυτό που μας κάνει να αισθανόμαστε άνετα και να δηλώνουμε ,να αυτό είμαστε. Είναι κάτι που επιλέγουμε μόνοι μας. Είναι προσωπικό. Πόσο δύσκολο να επιτύχει κανείς αν δοκιμάσει να κάνει δώρο στον άλλον παπούτσια. Δεν είναι μόνο το μέγεθος, το πόδι έχει ένα σωρό ιδιαιτερότητες άγνωστες.
Πολλές καλλίγραμμες γυναίκες μοντέλα των οποίων η ομορφιά είναι επαγγελματικό προσόν, στα βιογραφικά τους αναφέρουν ύψος, βάρος, περιφέρεια στήθους και μέσης, χρώμα μαλλιών και ματιών. Δεν αναφέρονται όμως στο μέγεθος των ποδιών, τι νούμερο παπούτσι φοράνε. Κάτι πολύ βασικό, αν κρίνουμε κι από το παραμύθι της σταχτοπούτας, όπου ένα χαμένο γοβάκι θα έκρινε την εκλεκτή του βασιλόπουλου.
Κάπως έτσι λειτούργησα κι εγώ ψάχνοντας καινούργια αγαπημένη. Έψαχνα το κατάλληλο πόδι. Με μάγεψαν οι κόρες στο μουσείο της Ακρόπολης. Αν και ακρωτηριασμένες στα πάνω άκρα από βανδάλους πιθανόν, είχαν άθικτα τα πόδια. Τι τελειότητα! Τι φινέτσα ποδιών! Περίμενα λοιπόν την τύχη που θα μου έφερνε την κατάλληλη κοπέλα όπου θα έπεφτα κυριολεκτικά στα πόδια της. Ήμουν υπομονετικός όλες τις εποχές αν και το καλοκαίρι ενδεικνυόταν για παρατήρηση καθώς η ζέστη επιβάλλει πιο άνετες περιβολές. Ήταν τόσο δύσκολη η αναζήτηση μου που καμιά φορά απογοητευόμουν. Ήταν και το άλλο, πως θα προσέγγιζα την κοπέλα. Υπήρχε κίνδυνος να γελοιοποιηθώ. Παπούτσι από τον τόπο σου κι ας είναι και μπαλωμένο θυμάμαι τα γνωμικά της γιαγιάς. Πρόσεξε μη σου βάλουν τα δυο πόδια σ’ ένα παπούτσι συμπλήρωνε ο παππούς. Όμως το χειρότερο απ’ όλα ήξερα ήταν να σου δίνουν τα παπούτσια στο χέρι, αρκετά οδυνηρό θα έλεγα όπως το είχα ζήσει σε ορισμένες περιπτώσεις. Μέχρι τώρα δε θα έλεγα ότι στάθηκα τυχερός. Γνώρισα την Μαρία όπου είχε πλατυποδία και σαν έτρεχε έμοιαζε με μικρό γίγαντα που τράνταζε τη γη κάτω από τις πατούσες της. Μετά ήταν η Σοφία γραμματέας στο επάγγελμα η οποία όμως φόρα και ξαναφόρα τις γόβες είχε παραμορφώσει τα πόδια της με δυο κάλλους στα κότσια άκρως αντιαισθητικούς. Αργότερα ήρθε η Έλενα αρκετά πληθωρική αλλά τα πόδια της είχαν κάτι δακτυλάκια ατροφικά που χαλούσαν την όλη αρμονία. Δεν στέκομαι εδώ στους χαρακτήρες αλλά στα πόδια για να πω ότι δεν ταιριάζαμε. Από την Λίλιαν πέρασα και εγώ από εξέταση ποδιών και όντως εξεπλάγην. Στην πρώτη μου επίσκεψη ένα χειμωνιάτικο απόγευμα και ενώ φορούσα άρβυλα στυλ στρατιωτικά, ήθελε ντε και καλά να τα βγάλω. Κάπου είχε ακούσει ότι αν το μεσαίο δάκτυλο του ποδιού ήταν μεγαλύτερο από το διπλανό του το μεγάλο ε τότε ο άνδρας ήταν φως φανάρι είχε και άλλα επιθυμητά προσόντα. Ντράπηκα τόσο πολύ. Είπα μυρίζουνε τα πόδια μου μέσα στα άρβυλα και δε δέχτηκα την εξέταση. Έφυγα άπραγος. Έτσι λοιπόν συνέχισα να ψάχνω.
Έμεινα για πολύ καιρό λάτρης των γυναικείων ποδιών, του ανάλαφρου περπατήματος που λες και χάιδευε τη γη στερούμενου βαρύτητας. Το λίκνισμα απ’ την μια μεριά στην άλλη πολλές φορές έμοιαζε με βαρκούλα στο ήσυχο λιμάνι. Άλλοτε ήταν χορευτικό λες και η κοπέλα υπάκουε σ’ ένα μουσικό ρυθμό που την ακολουθούσε όπου κι αν πήγαινε. Μαγεμένος πολλές φορές, άλλοι θα έλεγαν κυνηγός του ποδόγυρου, ξεστράτιζα σε άγνωστα μέρη για μένα ,μακριά από το κέντρο όπου έμενα. Όμως πάντα μου έμενε μια ανάμνηση όταν γύριζα κατάκοπος, τροφή για τα όνειρα της νύχτας. Ξυπνούσα πάντα ευδιάθετος εκείνες τις μέρες λες και κάθε μέρα που ξημέρωνε ήταν η σημαντική, αυτή που θα ανακούφιζε εν τέλει τους πόθους μου.
Όμως οι μέρες περνούσαν, εγώ συνέχιζα να είμαι παρατηρητής και στο τέλος κατέληξα ότι είναι μάταιο να θέλω το ιδανικό όταν είμαι θαυμαστής τόσων πολλών και ξαφνικά να επικεντρωθώ μόνο σ’ ένα ζευγάρι πόδια. Αποφάσισα ότι θα είμαι μια ζωή λάτρης του ωραίου είτε αυτό εμφανίζεται στην πεζή πραγματικότητα είτε παρουσιάζεται στην τέχνη. Οι εικόνες θα είναι η συντροφιά μου στην ατελείωτη μοναξιά.
ΑΡΧΟΝΤΑΚΗΣ Γ. ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ