ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ

                                                                   ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ
             Θρανία ξύλινα, βαμμένα πράσινα , δύο θέσεων, που χωρούσαν όμως και τρεις αν στριμωχνόσουν. Πίνακας μαύρος, που έγραφες με κιμωλία. Σφουγγάρι πράσινο που κρεμόταν στην άκρη του μαυροπίνακα με σπάγκο. Ο δάσκαλος αδύνατος μες στο σκούρο κουστούμι, φάνταζε ένας μικρός θεός στα γεμάτα περιέργεια μάτια μας. Αναμνήσεις από ένα σχολείο που δεν υπάρχει πια σε λειτουργία, το κτίριο όμως παραμένει εκεί, να θυμίζει σε εμάς την περασμένη νιότη. Ήταν ένας μικρόκοσμος με τις βιωμένες χαρές και λύπες. Ο γηραιός πια δάσκαλος εν ζωή ακόμη, αντιμετωπίζεται όσο κι αν πέρασαν τα χρόνια, πάντα με το δέοντα σεβασμό, σα συναντιόμαστε. Λες και περιμένουμε απ’ αυτόν ξανά το άριστα και το εύγε. Μας έλεγε τότε, ότι τα γράμματα που μας μάθαινε έχουν μια ξεχωριστή μυρωδιά. Το τυπωμένο χαρτί έκρυβε θάματα που έπρεπε να ανακαλύψουμε. Σα μπαίνω σε βιβλιοπωλείο και έρχεται αυτή η μυρωδιά του τυπωμένου χαρτιού, σκέφτομαι το δάσκαλο του μικρού μας σχολείου και πόσο δίκιο είχε εν τέλει, άσχετα αν καθένας μας τράβηξε διαφορετικό δρόμο. Του χρωστάμε ένα ευχαριστώ για την προσπάθεια που έκανε να μας ανοίξει τους ορίζοντες και να μας δώσει τα κατάλληλα εφόδια για το ταξίδι της ζωής. Περνώ μερικές φορές έξω απ’ το έρημο πια σχολείο. Η αυλή του είναι άδεια και ήσυχη και η κουδούνα  παραιτημένη κάπου ξεκουράζεται. Οι αναμνήσεις τότε έρχονται σα χείμαρρος. Τα παιχνίδια στην αυλή ζωντανεύουν, η κουδούνα ηχεί ξανά κι εγώ γίνομαι πάλι παιδί. Ποιος θα βγει πρώτος στο τρέξιμο σ’ ένα σύντομο αγώνα απ’ τη μια άκρη του αυλόγυρου στην άλλη. Τα λερωμένα ρούχα μας απ’ την λάσπη του χωμάτινου χώρου, στο σύντομο ξέσπασμα ενός διαλείμματος και το κατσάδιασμα του δασκάλου. Οι σημαιοστολισμοί στις εθνικές εορτές και η απαγγελία, όλο στόμφο, των ποιημάτων. Το καμάρι μας στην παρέλαση και το κάζο από μεγαλύτερους, έφηβους πια μαθητές, που μας περιγελούσαν πετώντας μας δεκάρες και στραγάλια.
 Όχι το σχολείο μου δεν ήταν ιδιαίτερα όμορφο σαν οίκημα, καθώς ο χώρος ήταν νοικιασμένος, για να εξυπηρετεί τις ανάγκες ενός σχολείου, γι’ αυτό και εγκαταλείφτηκε όταν χτίστηκε το νέο σχολείο. Όμως για μένα ήταν και παραμένει πολύ αγαπητό. Το κοντάρι με το σταυρό ψηλά στην κορυφή, φαντάζει τώρα ορφανό, δίχως τη γαλανόλευκη να κυματίζει. Ο χώρος όμως αφού δε νοικιάστηκε από τότε, λες και περιμένει στοιχειωμένος, να λειτουργήσει πάλι. Ξανά σα σχολείο, αυτό ήταν και δε μπορεί να αλλάξει, όσα χρόνια κι αν περάσουν. Και μια και οι ανάγκες μας σε σχολικές μονάδες είναι πάντα αρκετές, το σχολείο μετατράπηκε εν καιρώ σε βρεφονηπιακό σταθμό. Πάλι γέμισε παιδιά, αν και μικρότερων ηλικιών. Η σημαία κυματίζει ξανά στον ιστό. Οι αίθουσες δεν είναι πια σκοτεινές, αν και τα βρέφη είναι πιο ήσυχα από ότι εμείς.
Τι σκανταλιές είχαμε κάνει τότε, και ανησυχούσαμε γονείς και δασκάλους! Όπως όταν πηγαίναμε εκδρομές, όλο και κάτι απρόοπτο θα συνέβαινε. Έξω απ’ το σχολείο όλα γίνονταν απρόβλεπτα. Ακόμη θυμάμαι την εκδρομή στην εξοχή, σ’ ένα χωριό έξω απ’ την πόλη. Ξεχειμώνιαζε τότε, ο καιρός όμως δεν έλεγε να ζεστάνει. Η εκδρομή προγραμματισμένη με πούλμαν. Ένας ήλιος σύμμαχος στην εξόρμηση μας έλουζε και μόνο μερικά αραιά σύννεφα, απειλούσαν να χαλάσουν τη διασκέδασή μας. Το χωριό ήταν γνωστό για τα τρεχούμενα νερά του, που τέτοιο καιρό ήταν αρκετά παγωμένα. Πολλές ήταν οι πηγές, που κατέληγαν να τρέχουν καθάριο κρύσταλλο νερό στην πλατεία του χωριού. Ο δάσκαλος, το είδε σα παιχνίδι, να μας βάζει τα κεφάλια κάτω απ’ το νερό, για να δει ποιος θα αντέξει το ψύχος περισσότερο, ίσως και για να μας συνετίσει με το σοκ της ψυχρολουσίας. Έπειτα καθώς περνούσε η μέρα, στήσαμε το παιχνίδι με τη μπάλα. Ψηλά χόρτα που είχαν θεριέψει ήταν τριγύρω μας και κόχλασμα νερού ακουγόταν να ρέει ορμητικά. Δεν είχαμε αντιληφθεί την ύπαρξη ενός ποταμού που κυλούσε βίαια δίπλα μας. Η μπάλα ξέφυγε κι εγώ έτρεξα ξωπίσω της, γλιστρώντας στα μουσκεμένα απ’ την υγρασία χορτάρια. Πρόφτασα τη μπάλα, αλλά συνέχισα την πορεία μου ανεξέλεγκτα, πέφτοντας εν τέλει, σ’ αυτό που άκουγα πριν αλλά δεν έβλεπα. Θυμάμαι ότι έκανα μια πλήρη περιστροφή στο ορμητικό νερό του ποταμού και από θαύμα πιάστηκα στις ρίζες των δέντρων της όχθης, που προεξείχαν καθώς το χώμα είχε διαβρωθεί απ’ το νερό. Τίποτα άλλο δε θυμάμαι, με έβγαλαν ή βγήκα μόνος. Με πήγαν μπροστά στο δάσκαλο και του είπαν τα καθέκαστα. Τότε, λυπήθηκα τον άνθρωπο που χλόμιασε απ’ το φόβο, γιατί μονάχα αυτός διαισθάνθηκε τον κίνδυνο του γεγονότος. Εγώ άλλαξα ρούχα και συνέχισα όπως πριν ξέγνοιαστος, τόσο γαϊδούρι λέμε. Θυμάμαι τα λόγια του δασκάλου μόνο, που ούτε με μάλωσε, ούτε θύμωσε, είπε μοναχά: Τι θα πω τώρα στον πατέρα σου; Η ευθύνη που τον πλάκωνε πρέπει να ήταν μεγάλη.
Από τότε μέχρι σήμερα πέρασαν αρκετά χρόνια, ενηλικιώθηκα, αν είχα κάνει οικογένεια, τα παιδιά μου θα πήγαιναν κι αυτά σε κάποιο δικό τους σχολείο κι εγώ θα μοιραζόμουν τις χαρές και τις λύπες τους σ’ αυτό. Μαζί θα προετοιμάζαμε τα μαθήματα της ημέρας και θα άκουγα κάθε βράδυ τις εντυπώσεις τους. Με καμάρι θα παρευρισκόμουν και θα παρακολουθούσα τις σχολικές τους δραστηριότητες και τις εορτές. Όμως μένω ακόμη μόνος και γι αυτό είμαι προσκολλημένος  στις δικές μου αναμνήσεις απ’ το σχολείο. Πως μας άρεσαν οι νέες, δυναμικές δασκάλες και βαθμολογούσαμε κάτω του μετρίου τις μεγαλύτερες σε ηλικία, αν και οι τελευταίες μας αγαπούσαν περισσότερο. Μια φορά είχαμε βρει κάποια χρήματα στο δρόμο της επιστροφής για τα σπίτια μας, ένα σεβαστό ποσό για την εποχή, τυλιγμένο μασούρι. Χρήματα τότε δεν έπεφταν στα χέρια μας και μη ξέροντας τι να τα κάνουμε, αποφασίσαμε να τα δώσουμε στο σχολείο μέχρι να βρεθεί ο ιδιοκτήτης. Ε, ο ιδιοκτήτης βρέθηκε σύντομα και για εμάς έγινε μια ειδική τελετή στο σχολείο. Το τι καζούρα έπεσε κατόπιν, καθώς μας είχε φιλήσει εγκάρδια μια γριά ζαρωμένη δασκάλα, απ’ τους υπόλοιπους συμμαθητές, δε λέγεται. Στο σχολείο βέβαια ξεκίνησαν και οι πρώτοι έρωτες, που επειδή ήταν αθώοι, ίσως μας σημάδεψαν βαθιά και τους θυμόμαστε μέχρι σήμερα. Τα σχολεία είχαν γίνει μεικτά, αν και προλάβαμε στο δημοτικό να φορέσουμε τις μπλε ποδιές, σε στυλ ζακέτας για τα αγόρια, και σε στυλ ρόμπας για τα κορίτσια, με το άσπρο γιακαδάκι φυσικά. Οι εποχές άλλαζαν ραγδαία και επικράτησαν και μόδες στα κορίτσια για ποδιές γνωστού σχεδιαστή. Σήμερα η σχολική αμφίεση έχει καταργηθεί και οι μαθητές έχουν χάσει κάτι απ’ την παλιά ομοιογένεια.
Τα σχολεία πλέον ονομάζονται πολυπολιτισμικά, πολλές εθνότητες συνυπάρχουν, κάτι αδιανόητο για την εποχή μου. Είναι κι αυτό σημάδι μιας παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας, αν και αυτό πολλές φορές συμπαρασύρει σε εθνικιστικά παραληρήματα. Ένα είναι σίγουρο και διαχρονικό, η αξίας της μόρφωσης και της παιδείας, που δεν πρέπει να στερείται κανένα παιδί, οποιασδήποτε εθνικότητας. Θα πρέπει να είναι τιμή μας παιδιά άλλων εθνοτήτων να γαλουχούνται με την ελληνική παιδεία, να μαθαίνουν τη γλώσσα και ίσως να γίνονται καλύτεροι άνθρωποι απ’ ότι εμείς. Όλα αυτά συντελούνται κάτω απ’ το λίκνο του σχολείου.
Κάποτε συνάντησα ένα γυφτάκι, που συνήθιζε να παίζει με το μικρό του ακορντεόν μουσική, ζητιανεύοντας στους δρόμους της πόλης. Εκείνη τη μέρα είχε μια μικρή σάκα στους ώμους και όχι το οργανάκι της ζητιανιάς. Χαμογελούσε κι έτρεχε, φωνάζοντας τραγουδιστά: Αύριο θα πάω σχολείο και το πίστευε πραγματικά, άσχετα αν αυτό δεν ίσχυε. Το πρωταρχικό μέλημα της δημόσιας παιδείας, η ισότητα και οι ίσες ευκαιρίες στη μόρφωση καταστρατηγούνται μέχρι και σήμερα. Η οικογένεια με τους δαιμονιώδεις ρυθμούς που επικρατούν στο στίβο της ζωής και της εργασίας, δεν παίζει τον απαιτούμενο ρόλο της στη διαπαιδαγώγηση των παιδιών και έτσι ο κλήρος πέφτει πιο δύσκολος στο σχολείο. Οι λειτουργοί της εκπαίδευσης πρέπει να στέκονται πάντα στο ύψος των περιστάσεων κι ας μην είναι οι συνθήκες ευνοϊκές γι αυτούς. Πάντα με μάγευε αυτό το επάγγελμα αν και τελικά δεν αξιώθηκα να το εξασκήσω. Και μόνο η καθημερινή επικοινωνία με τα παιδιά, θα πρέπει να λειτουργεί ευεργετικά για τους δασκάλους. Έρχονται σε επαφή με την αγνή και αμόλυντη ψυχή των μικρών μαθητών. Σα σε λευκή κόλλα χαρτιού έχουν την ευθύνη να εγγράψουν ό, τι πολυτιμότερο αυτοί κατέχουν σε γνώσεις και ηθική. Πόσο γοητευτικό φαντάζει να γίνεσαι ήρωας των μικρών υπάρξεων και ταυτόχρονα να ξεκλέβεις απ’ τα νιάτα, τον ενθουσιασμό, το πάθος και την ανεμελιά.

Οι μαθητές οι πιο σκληρά εργαζόμενοι, που θυσιάζουν τον πρωινό ύπνο για να προλάβουν το πρώτο κουδούνι, που πλέον είναι ηλεκτρικό, και που πάντα αγωνιούν όταν θα γράφουν διαγώνισμα, ξενυχτώντας το προηγούμενο βράδυ διαβάζοντας. Όσο δύσκολη κι αν είναι η μαθητική ζωή, την αναπολούμε όλοι με νοσταλγία σα μεγαλώσουμε και μόνο ευχάριστες αναμνήσεις θα ανασκαλεύονται, καθώς διαβαίνουμε ξανά το δρόμο έξω απ’ το παλιό σχολείο.

Αριστείδης Γ. Αρχοντάκης

Comments

No comments yet. Why don’t you start the discussion?

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *